ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Οκτώβρης 1999
2. Ενισχυτική διδασκαλία Η ενισχυτική (ή υποβοηθητική ή επανορθωτική) διδασκαλία αφορά το σύνολο των οργανωτικών / παιδαγωγικών μέτρων του σχολείου που αποβλέπουν στη βελτίωση της μειωμένης απόδοσης ή στην κάλυψη των μαθησιακών ελλείψεων των αδύνατων μαθητών και μαθητριών. Αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αντισταθμιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, με στόχο την επίτευξη της ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση. Η ενισχυτική διδασκαλία μπορεί να πραγματοποιείται είτε μέσα στη συνήθη τάξη, με κάποια από τις μορφές εσωτερικής διαφοροποίησης, ή εκτός της τάξης και σε ειδικές τάξεις ή τμήματα. Η ενισχυτική διδασκαλία στο πλαίσιο της τάξης στη χώρα μας πραγματοποιείται κατά κανόνα άτυπα και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση, την παιδαγωγική κατάρτιση και ευαισθησία των εκπαιδευτικών. Οι διάφορες μορφές ενισχυτικής διδασκαλίας εκτός της συνήθους τάξης (πρόσθετη διδακτική βοήθεια, ειδικές τάξεις, τάξεις υποδοχής αλλοδαπών, παλιννοστούντων κ.λπ.) έχουν εφαρμοστεί αποσπασματικά κατά καιρούς στη χώρα μας με πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τέτοιες πρακτικές μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και στο πλαίσιο πειραματικών καινοτομικών προγραμμάτων συνοδεύτηκαν από αντίστοιχα μέτρα κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης του παιδιού και της οικογένειάς του, ενώ ποτέ δεν εφαρμόστηκαν σε συνδυασμό με μια ευρύτερη αντισταθμιστική κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική. Δοκιμαστικά προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας άρχισαν να εφαρμόζονται από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η Ε.Δ. αποβλέπει στην έγκαιρη παροχή πρόσθετης διδακτικής βοήθειας κυρίως στη γλώσσα και τα μαθηματικά, ώστε να προλαμβάνεται ο αναλφαβητισμός και η σχολική αποτυχία ή εγκατάλειψη, με στόχο την επίτευξη της ισότητας ευκαιριών στη μόρφωση. Αυτό επιδιώκεται με την ίδρυση ειδικών τάξεων στα κανονικά σχολεία, ώστε να μην αποκόπτονται οι μαθητές από το ευρύτερο σχολικό περιβάλλον, και τη συμμετοχή των "αδύνατων" μαθητών σε αυτές τις τάξεις για κάποιες ώρες την εβδομάδα. Τα προγράμματα αυτά, που αφορούσαν όλες τις βαθμίδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν είχαν καμιά σημαντική επίπτωση στην αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας, κυρίως για τους εξής λόγους: 1. Σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν με μεγάλη προχειρότητα, χωρίς σοβαρή παρακολούθηση και αξιολόγηση. 2. Δεν έγιναν στοιχειώδεις προβλέψεις για την εξασφάλιση της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής. 3. Δεν ήταν εξασφαλισμένοι οι αναγκαίοι πόροι για την υλοποίησή τους. Σε ορισμένες περιοχές δεν είχαν προβλεφθεί ούτε οι πόροι για την κάλυψη του υπερωριακής απασχόλησης των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν σε σχετικά προγράμματα. 4. Δεν τηρήθηκε η στοιχειώδης παιδαγωγική δεοντολογία ως προς την οργάνωση της μαθησιακής διαδικασίας. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν εφαρμόστηκαν σχετικά προγράμματα, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί κατάλληλα και δεν είχαν πεισθεί για την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων οι γονείς. Παρατηρήθηκε επίσης το φαινόμενο σε περιοχές με μεγάλα ποσοστά σχολικής αποτυχίας και "διαρροής" να μη λειτουργούν καθόλου προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας. Σε άλλες περιπτώσεις μαθητές που είχαν απλώς μαθησιακές δυσκολίες εντάσσονταν σε Ειδικές Τάξεις, γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. 5. Δεν έγινε κατάλληλη επιλογή, προετοιμασία και επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού που θα αναλάμβανε την εφαρμογή των προγραμμάτων ούτε του διοικητικού και διευθυντικού προσωπικού που θα το επόπτευε και θα το καθοδηγούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι σχολικοί σύμβουλοι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν αναφέρουν στις ετήσιες εκθέσεις τους στοιχεία σχετικά με την ενισχυτική διδασκαλία στα μαθήματα της ειδικότητάς τους (π.χ. φιλόλογοι, μαθηματικοί κ.λπ.). 6. Σε όλες τις περιπτώσεις ήταν αισθητή η έλλειψη του κατάλληλου υποστηρικτικού επιστημονικού προσωπικού. 7. Τα κατά καιρούς εφαρμοζόμενα προγράμματα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν αποσπασματικά και πρόχειρα, και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούσαν μέρος ευρύτερων αντισταθμιστικών πολιτικών, εξειδικευμένων για κάθε κατηγορία παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες. 8. Το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών που παρακολουθούσαν προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας μειωνόταν, σε πάρα πολλές περιοχές της χώρας, από τρίμηνο σε τρίμηνο στο πλαίσιο ενός διδακτικού έτους, όπως και από χρόνο σε χρόνο, δείχνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο σχεδιασμό και την εφαρμογή τους. Ωστόσο, δεν έγινε επί πολλά χρόνια καμιά αξιόλογη προσπάθεια αξιολόγησης της όλης διαδικασίας, η οποία, σημειωτέον, επί δεκαετία σχεδόν λειτούργησε και λειτουργεί ακόμη "πειραματικά". Η αρνητική πορεία της εφαρμογής του θεσμού επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Ενώ ο θεσμός ξεκίνησε το 1982-83 με 55.000 περίπου μαθητές, ο αριθμός τους διαρκώς μειωνόταν, για να πέσει το 1994-95 κάτω από τους 10.000 μαθητές. Αλλά και τα ποιοτικά στοιχεία δεν δίνουν μια πιο αισιόδοξη εικόνα. Όπως φαίνεται από σχετικές εκθέσεις των αρμόδιων οργάνων του ΥΠΕΠΘ, ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος των μαθητών και μαθητριών που συμμετείχαν σε προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε επόμενα σχολικά έτη παρουσίαζαν πάλι χαμηλή απόδοση ή / και απορρίπτονταν. Το τελευταίο διάστημα, στο πλαίσιο του προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ προωθείται η εφαρμογή προγράμματος ενισχυτικής διδασκαλίας με τον τίτλο "Σχεδιασμός και Άμεση Εφαρμογή Πιλοτικών Προγραμμάτων Ενισχυτικής Διδασκαλίας", συνολικού προϋπολογισμού 808 εκατ. δρχ. (Μέτρο 1.1, Ενέργεια 1.1.δ.). Στο πρόγραμμα αυτό δίνεται έμφαση στην υποχρεωτική εκπαίδευση και κυρίως στο γραπτό λόγο και τις βασικές μαθηματικές δεξιότητες. Αρχικά το πρόγραμμα αυτό θα εφαρμοστεί σε 34 επιλεγμένες σχολικές μονάδες πειραματικά. Είναι χαρακτηριστικό της αδιαφορίας με την οποία το ΥΠΕΠΘ αντιμετωπίζει το όλο πρόβλημα το γεγονός ότι, αν και το πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ υλοποιείται από το 1994, ελάχιστα έχουν γίνει στον τομέα της ενισχυτικής διδασκαλίας. Το πρόγραμμα βρίσκεται κατ’ ουσία στο πειραματικό στάδιο και οι πόροι που έχουν απορροφηθεί είναι πολύ περιορισμένοι. Παράλληλα, η ενισχυτική διδασκαλία έχει εξαγγελθεί και ως υποστηρικτικό μέτρο της εφαρμογής του Ενιαίου Λυκείου. Ενώ όμως το Ενιαίο Λύκειο έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται από το 1997-98, δεν έχουν εκπονηθεί αντίστοιχα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας σύμφωνα με τον προβλεπόμενο σχεδιασμό. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι ο όλος σχεδιασμός γίνεται χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των εκπροσώπων των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα αρνητικό στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 1. Η αντιμετώπιση του προβλήματος της σχολικής αποτυχίας και η επιλογή των κατάλληλων πολιτικών , μέσα και έξω από το σχολείο, απαιτεί συστηματική μελέτη και ανάλυση όλων των παραμέτρων, πράγμα που μπορεί να γίνει αποτελεσματικά μόνο μέσα από ανοιχτές, συμμετοχικές και αποκεντρωμένες διαδικασίες 2. Η αντισταθμιστική εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να συνοδεύεται από υποστηρικτικά μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, ενταγμένα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής βασισμένης στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ουσιαστική ισότητα των πολιτών. Χωρίς ουσιαστικά μέτρα για τους εργαζομένους και τους άνεργους, χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές για τους μετανάστες, τους παλιννοστούντες, τους πολιτικούς πρόσφυγες, τις μειονότητες και, γενικά, τους κοινωνικά αποκλεισμένους, οι σχολικές πρακτικές δύσκολα θα αποδώσουν θετικά αποτελέσματα. 3. Τα μέτρα αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας πρέπει να είναι και προληπτικά και διορθωτικά. Ειδικότερα στον τομέα της πρόληψης ελέγχεται συστηματικά η ανελλιπής φοίτηση των μαθητών και μαθητριών και λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υποστήριξή της. Επίσης, λαμβάνονται μέτρα για τη δημιουργία θετικού παιδαγωγικού κλίματος στα σχολεία, ιδιαίτερα για παιδιά που ανήκουν σε πολιτισμικές μειονότητες. Η ενίσχυση της αυτοεικόνας και της αυτοεκτίμησης του παιδιού πρέπει να είναι αναπόσπαστο στοιχείο κάθε σχετικής πρακτικής. 4. Ο Συνασπισμός έχει προτείνει ως καταλληλότερη εκπαιδευτική πρακτική την καθιέρωση Περιοχών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας, με κριτήρια εκπαιδευτικά και κοινωνικά, όπου κατά προτεραιότητα και με ειδική οικονομική πριμοδότηση θα προωθούνται ανάλογα καινοτομικά προγράμματα σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης. Τα προγράμματα αυτά θα αξιολογούνται συνεχώς από το αρμόδιο προσωπικό και θα λαμβάνονται μέτρα για τη βελτίωση του συστήματος. 5. Η καταλληλότερη ηλικία για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας και του αναλφαβητισμού είναι η νηπιακή ηλικία και τα πρώτα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Γι’ αυτό το λόγο απαιτούνται:
6. Για την εφαρμογή προγραμμάτων ενισχυτικής διδασκαλίας πρέπει καταρχήν να είναι εξοικειωμένοι όλοι οι εκπαιδευτικοί με τις πρακτικές της εσωτερικής διαφοροποίησης της διδασκαλίας, ώστε τα παιδιά να ενισχύονται μαθησιακά, όσο αυτό είναι εφικτό, χωρίς να απομακρύνονται από τη συνήθη τάξη τους, γιατί μια τέτοια εμπειρία είναι συνήθως τραυματική. 7. Όπου όμως είναι αναγκαίο, τα παιδιά πρέπει να ενισχύονται και με ειδικά προγράμματα, στο πλαίσιο ολιγομελών τμημάτων και μόνο από κατάλληλα εξειδικευμένο και έμπειρο στην ενισχυτική ή άλλη ειδικού χαρακτήρα διδασκαλία προσωπικό. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να επιλέγονται τα καταλληλότερα από παιδαγωγική άποψη προγράμματα και για όσο διάστημα είναι αναγκαίο, ώστε σύντομα να επανενταχθούν στην κανονική τους τάξη. 8. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξασφαλίζονται τα κατάλληλα διδακτικά μέσα και βοηθήματα και, όπου κρίνεται χρήσιμο, να αξιοποιούνται και οι δυνατότητες της σύγχρονης εκπαιδευτικής τεχνολογίας. 9. Προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων είναι η επίλυση του προβλήματος της υλικοτεχνικής υποδομής των σχολείων (πρωινή βάρδια) και η σωστή και γενικευμένη εφαρμογή του θεσμού του ολοήμερου σχολείου. 10. Διεθνώς έχουν δοκιμαστεί ποικίλα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας και πολλές μέθοδοι αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικές. Απαιτείται, τουλάχιστον σε ένα αρχικό στάδιο, να δοκιμαστούν στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, ώστε να γίνει η καταλληλότερη επιλογή και σύνθεση. 11. Πιστεύουμε ότι μέτρα που κατατάσσουν τους μαθητές σε διαφορετικά τμήματα της ίδιας τάξης ανάλογα με το επίπεδο επίδοσής τους ή άλλα ανάλογα κριτήρια δεν πρέπει να εφαρμόζονται, γιατί αποβαίνουν σε βάρος των παιδιών των πιο υποβαθμισμένων κοινωνικών στρωμάτων της κοινωνίας. 12. Για την ένταξη παιδιών σε προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι διάφορες κατηγορίες μαθητών που έχουν ανάγκη ενίσχυσης και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις τους, ώστε να εφαρμόζονται προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης. Ιδιαίτερα πρέπει να εξεταστεί το πρόβλημα της σχολικής αποτυχίας ή εγκατάλειψης σε συγκεκριμένες περιοχές με τις ιδιαιτερότητές τους (π.χ. πολυπολιτισμικές περιοχές, περιοχές με μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, υποβαθμισμένες κοινωνικά ή απομονωμένες γεωγραφικά περιοχές κ.λπ.) 13. Η έναρξη των προγραμμάτων πρέπει να γίνεται έγκαιρα, με την έναρξη του σχολικού έτους. 14. Η επιτυχής έκβαση κάθε σχετικού προγράμματος απαιτεί κατάλληλα εξειδικευμένο και επιμορφωμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, όπως και κατάλληλα επιμορφωμένο διοικητικό προσωπικό. Θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η δημιουργία ειδικών κέντρων διαγνωστικής αξιολόγησης και συμβουλευτικής υποστήριξης. Επίσης απαιτείται αντίστοιχη πολιτική κινήτρων, για την προσέλκυση των πιο ικανών εκπαιδευτικών. 15. Τέλος, απαραίτητη θεωρείται η στελέχωση της εκπαίδευσης με ειδικό επιστημονικό προσωπικό, το οποίο θα βοηθά τους εκπαιδευτικούς στη διάγνωση της φύσης των ιδιαίτερων προβλημάτων κάθε παιδιού, θα υποστηρίζει τους εκπαιδευτικούς στην εφαρμογή των ενισχυτικών προγραμμάτων και, όποτε κρίνεται χρήσιμο, θα συμμετέχει στα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας για την αντιμετώπιση ειδικών προβλημάτων. |