Ομιλία
του Ευάγγελου Βενιζέλου μέλουςτου Ε.Γ του ΠΑΣΟΚ στην
4η Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής.
Το δίλημμα με τις Συνόδους της Κεντρικής Επιτροπής,
είναι πάντα ένα και το αυτό: Εάν μία Συνεδρίαση της
Κεντρικής Επιτροπής θα παραμείνει στο επίπεδο του συγκυριακού
γεγονότος, που είναι από τη φύση του φευγαλέο και που
εγγράφεται στην ειδησεογραφία μαζί με πολλά άλλα γεγονότα,
πολλά από τα οποία είναι επικοινωνιακώς ισχυρότερα,
ή εάν θα χρησιμοποιήσουμε τις ευκαιρίες αυτές, των Συνόδων
της Κεντρικής Επιτροπής και μάλιστα ενόψει μιας Συνδιάσκεψης
Θέσεων και ενόψει των πολιτικών εξελίξεων, για να δώσουμε
ένα άλλο τόνο, γενικότερα στο δημόσιο λόγο, γενικότερα
στον πολιτικό λόγο.
Και το λέω αυτό, συντρόφισσες και σύντροφοι, γιατί
ο συγκυριακός πολιτικός λόγος έχει περιορισμένα πεδία,
γίνεται αναγκαστικά μονότονος, επαναλαμβάνεται και από
ένα σημείο και μετά είναι απωθητικός.
Αλλωστε, δεν έχεις να πεις πολλά για την εκλογή του
Προέδρου της Δημοκρατίας, για τη στάση των Κομμάτων
σε σχέση με αυτήν, για το ποια είναι η προοπτική ένταξης
της χώρας στην ΟΝΕ και τη Ζώνη του ΕΥΡΩ, για το τι πρέπει
να γίνει σε σχέση με τον προϋπολογισμό και τη συζήτησή
του στη Βουλή σε λίγες μέρες κ.ο.κ.
Το φάσμα της επιχειρηματολογίας, το εύρος του πολιτικού
λόγου, είναι πολύ μικρό. Και αυτό, δεν μας επιτρέπει
ουσιαστικά να ξαναπάρουμε στα χέρια μας την πρωτοβουλία
των πολιτικών κινήσεων. Και πρωτοβουλία των πολιτικών
κινήσεων, σημαίνει να προσδιορίζουμε εμείς την ημερήσια
διάταξη του δημοσίου λόγου. Δεν προσδιορίζεται από εμάς
η ημερήσια διάταξη.
Προσδιορίζεται από γεγονότα τυχαία, από τις επικοινωνιακές
ανάγκες, από τις ανάγκες των Μέσων Ενημέρωσης. Πολύ
ευκολότερα προσδιορίζεται από πρωτοβουλίες της εκάστοτε
Αντιπολίτευσης, γιατί αυτή δεν έχει το βάρος της διαχείρισης
και της αντιμετώπισης των προβλημάτων. Και θα είμαστε
-αν δούμε τα πράγματα σε βάθος, στρατηγικά, από μία
απόσταση- πάντοτε σε μια μειονεκτική θέση.
Εχουμε λοιπόν κάθε λόγο εμείς να ανεβάσουμε τον πήχη
και να μεταθέσουμε το πεδίο στο οποίο διεξάγεται αυτός
ο διάλογος. Δηλαδή για να το πω διαφορετικά, μια επανένωση
του ΠΑΣΟΚ με αυτό που λέγεται θεωρητικός προβληματισμός,
ιδεολογία, είναι απολύτως αναγκαίο. Είναι απολύτως αναγκαίο,
πρώτον για λόγους συλλογικής συνείδησης.
Δεύτερον δε, είναι και πολιτικά εξαιρετικά σκόπιμο
και ωφέλιμο. Διότι αυτό είναι που σε τελευταία ανάλυση,
διαφοροποιεί το ΠΑΣΟΚ, σε σχέση με την συντηρητική πολιτική
παράταξη και σε σχέση με τα Κόμματα της παραδοσιακής
Αριστεράς, ιδίως στη σημερινή εποχή.
Είναι λοιπόν μια ευκαιρία να μιλήσουμε με έναν πιο
γενικό, πιο οραματικό τρόπο, να βγάλουμε την προσοχή
της κοινής γνώμης από τη συγκυρία όπου είναι βαθιά σφηνωμένη,
να ασχοληθούμε με αυτό που έχω κι άλλη φορά ονομάσει,
"πολιτική των καταστάσεων", των ολοκληρωμένων
και συγκροτημένων προγραμμάτων, που επιδιώκουν να μεταβάλλουν
μια ολόκληρη κατάσταση. Να ξεφύγουμε από το ασφυκτικό
πλαίσιο της "πολιτικής των γεγονότων", που
πάντοτε θα έχει πολλά αρνητικά στοιχεία για την Κυβέρνηση
που έχει την αντικειμενική ευθύνη, για ό,τι συμβαίνει
στον τόπο.
Αρα η προετοιμασία της Συνδιάσκεψης Θέσεων, είναι
μια ευκαιρία ν' αντικρίσουμε τον επόμενο αιώνα. Μιλάμε
ελάχιστες μέρες πριν από την είσοδό μας στο 2000, από
την συμβολική αυτή μετακίνηση από τα χρόνια του 1, στα
χρόνια του 2.
Αν αληθεύει η διατύπωση πως "η πολιτική είναι
πρωτίστως η διαχείριση των συμβόλων και των συμβολισμών",
τότε είμαστε υποχρεωμένοι ν' απαντήσουμε στο ερώτημα:
αν ο 21ος αιώνας μπορεί να είναι ένας Αριστερός αιώνας,
ένας προοδευτικός αιώνας.
Για το αν βρίσκεται σε ισχύ σήμερα, η διάκριση μεταξύ
Αριστεράς και Δεξιάς, μεταξύ μιας προοδευτικής και μιας
συντηρητικής αντίληψης, για τα πολιτικά πράγματα, για
την κοινωνία, για την οικονομία για τις ανθρώπινες σχέσεις
κ.ο.κ.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η διάκριση αυτή, που
είναι μια διάκριση παραδοσιακή, εξακολουθεί να έχει
ένα φορτίο ιδεολογικό, ένα φορτίο ηθικό, ένα φορτίο
αισθητικό το οποίο μπορούμε να το αξιοποιήσουμε. Αλλά
για να το αξιοποιήσουμε, πρέπει να έχουμε συνείδηση
του πράγματος αυτού.
Πρέπει δηλαδή να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι
βασικοί πυλώνες, ορισμένα δεδομένα που συγκροτούν ιστορικά
και ιδεολογικά αυτή την Αριστερή αντίληψη. Και πρέπει
αυτά τα χαρακτηριστικά, να τα διατηρήσουμε σε ισχύ και
να τα προσαρμόσουμε, σε μια κοινωνία των αποχρώσεων,
μια κοινωνία μεταβιομηχανική, μια κοινωνία που έχει
πολύ μικρή σχέση με το μοντέλο οργάνωσης της βιομηχανικής
κοινωνίας, ή σε σχέση με το οποίο, είχε ευδοκιμήσει
αυτή η διάκριση.
Αρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να δηλώσουμε και πάλι
ορισμένα πράγματα. Αλλά να τα δηλώσουμε με ένα τρόπο,
που να αντικρίζει τη σημερινή κοινωνία και τον επόμενο
αιώνα.
Αρα κάποτε, το να ήταν κάποιος προοδευτικός, το να
ήταν κάποιος Αριστερός, ήταν μια σχετικά απλή υπόθεση.
Ηταν μια υπόθεση -όπως είπα- περισσότερο ηθική και αισθητική.
Το να είναι τώρα κανείς Αριστερός, Ευρωπαίος Σοσιαλιστής
στον 21ο αιώνα, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη και πολύπλοκη
υπόθεση. Είναι ένα διανοητικό εγχείρημα, πάρα πολύ δύσκολο.
Και είναι ακόμη πιο δύσκολο, σε συλλογικό επίπεδο
για ένα Κόμμα που θέλει να είναι συλλογικός φορέας παραγωγής
πολιτικής, να είναι συλλογικός διανοούμενος. Γιατί υπάρχει
δυσκολία με αυτή καθεαυτή τη λειτουργία και την έννοια
του Κόμματος, καθώς τίθενται σε δοκιμασία τα Κόμματα
ως πολιτικοί θεσμοί.
Κάποτε, λοιπόν, αρκούσε να δηλώνεις πως πιστεύεις
στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, πως πιστεύεις
στο κοινωνικό κράτος και την κοινωνική αλληλεγγύη, πως
πιστεύεις στην πλήρη απασχόληση, πως πιστεύεις σε μια
πατριωτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της εξωτερικής
πολιτικής, για να διαμορφώνεις μια Αριστερή ταυτότητα.
Τώρα δεν αρκεί αυτό. Δεν αρκεί να δηλώνεις πίστη στη
δημοκρατία και το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου, ότι υπάρχει μια βαθύτατη
κρίση αξιοπιστίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών και να
διατυπώνεις προτάσεις που υπερβαίνουν αυτή την κρίση
αξιοπιστίας, που έχουν σχέση με τη διαφάνεια, που έχουν
σχέση με τις νέες απειλές κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
και με την ανάγκη να θωρακίσεις τα δικαιώματα αυτά,
να διαμορφώσεις νέα δικαιώματα, να διαμορφώσεις μια
άλλη αντίληψη για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και
για το κράτος δικαίου.
Κάποτε ήτανε πάρα πολύ απλό να δηλώσεις οπαδός του
Κοινωνικού Κράτους και της Κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά
με αυτό δεν διασφαλίζεις τώρα την ακεραιότητα της κοινωνίας,
δηλαδή μία κοινωνία των 3/3 και όχι μια κοινωνία των
2/3 ή πολλές φορές μόνον του 1/3. Αρα το ζήτημα της
συνοχής, το ζήτημα της αλληλεγγύης, το ζήτημα της κοινωνικής
πολιτικής, είναι τώρα πια ένα ζήτημα εξαιρετικά πολύπλοκο,
με πολύ μεγάλο κόστος.
Πρέπει να κάνουμε ένα βήμα περισσότερο, θα έλεγα ότι
δεν αρκεί ούτε καν ένα βήμα, χρειάζονται δύο. Το πρώτο
βήμα είναι να βρίσκεις και να προτείνεις πολύ συγκεκριμένους
τρόπους για την υπέρβαση της δημοσιονομικής κρίσης του
Κοινωνικού κράτους. Να ξεπερνάς την αντίληψη που λέει
ότι Κοινωνικό κράτος είναι το άθροισμα των "μεταβιβαστικών
πληρωμών", όπως λέγονται. Πρέπει η πρότασή σου
να λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως οι μεγάλες κοινωνικές
κατηγορίες δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα πια, γιατί εμπεριέχουν
πολλές εσωτερικές αντιφάσεις:
Η κοινωνική κατηγορία που λέγεται συνταξιούχος ή η
κοινωνική κατηγορία που λέγεται εργάτης ή η κοινωνική
κατηγορία που λέγεται ελεύθερος επαγγελματίας, ακόμη
και η κοινωνική κατηγορία που λέγεται μικρομεσαίος επιχειρηματίας
από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα γιατί υπάρχουν τεράστιες
εσωτερικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Η γενικόλογη
αναφορά στις κοινωνικές αυτές κατηγορίες μπορεί να μας
οδηγήσει σε πολύ μεγάλες παραπλανήσεις πολιτικές και
κοινωνικές που συνδέονται με την κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα
των πολιτικών κομμάτων. Με την κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα
που πρέπει να διεκδικεί το ΠΑΣΟΚ.
Αρα λοιπόν χρειάζεται να έχουμε ένα συγκροτημένο σύστημα
πολιτικών παρεμβάσεων που να λαμβάνουν υπόψη τους μια
κοινωνία των αποχρώσεων, μια πολυμερισμένη και πολυδιασπασμένη
κοινωνία.
Η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής έχει άμεση σχέση
με την απάντηση στο ερώτημα ποιούς θέλουμε να εκπροσωπούμε
κοινωνικά και πολιτικά και αν μπορούμε να τους εκπροσωπήσουμε.
Δεν αρκεί επίσης να αναπαράγουμε μία παραδοσιακή πολιτική
αντίληψη για το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας παραδοσιακή,
που ουσιαστικά εμφανίζει μία χώρα σε καθυστέρηση, σε
διαρκή καθυστέρηση, σε σχέση με το βιομηχανικό μοντέλο
ανάπτυξης.
Πρέπει να δούμε ποιά συγκριτικά πλεονεκτήματα έχει
η Ελλάδα, η Ελληνική περίπτωση, η Ελληνική οικονομία,
στην κοινωνία της πληροφορίας, την μεταβιομηχανική εποχή.
Πρέπει να καταλάβουμε πώς όλα τα παραδοσιακά διαρθρωτικά
μειονεκτήματά μας μετατρέπονται σε πλεονεκτήματα τώρα.
Το μικρό μέγεθος της επιχείρησης, ο μεγάλος αγροτικός
τομέας, η υπερβολική συμμετοχή του τουρισμού στην διαμόρφωση
του ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Αριστερή αντίληψη είναι να μπορείς να δώσεις συγκεκριμένη
απάντηση επί του πρακτέου. Το τι είναι αριστερό και
τι είναι δεξιό, τι είναι προοδευτικό και τι είναι συντηρητικό
κρίνεται κάθε φορά με πολύ συγκεκριμένο και χειροπιαστό
τρόπο. Δεν είναι μία γενική δήλωση προθέσεων, δεν είναι
μια απλή προδιάθεση. Είναι μια ικανότητα να χειρίζεσαι
πρακτικά πράγματα, τα οποία τελικώς εκδηλώνουν τον ουμανισμό
σου, την πολιτική σου ευαισθησία, την ιδεολογική σου
ευαισθησία.
Και ο πατριωτισμός βεβαίως. Δεν αρκεί να έχεις μία
δεδηλωμένη πρόθεση υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων.
Χρειάζεται άλλου είδους διαχείριση της γνώσης. Πρέπει
να γνωρίζεις πολύ καλά τους περιφερειακούς και τους
παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων.
Και βεβαίως πρέπει ν' αποβάλλουμε τον επαρχιατισμό
σε σχέση με την Ευρώπη: Η Ευρώπη δεν είναι αλλού, δεν
μας ενδιαφέρει μόνον σε σχέση με τα στενά δικά μας εθνικά
προβλήματα, μας ενδιαφέρουν όλες οι Ευρωπαϊκές πολιτικές,
έχουμε υποχρέωση να διαμορφώνουμε και να υποβάλλουμε
προτάσεις που αφορούν το σύνολο των Ευρωπαϊκών πολιτικών.
Και επίσης όλα αυτά προϋποθέτουν μία συλλογική εθνική
αυτοπεποίθηση. Πρέπει να υπερβούμε την κρίση εθνικής
αυτοπεποίθησης που διακρίνει τη χώρα μας. Πρέπει να
πιστέψουμε πως η περιφερειακότητά μας, η σχέση μας με
τα Βαλκάνια, με την Νοτιοανατολική Ευρώπη, με την Μεσόγειο,
με την ευρύτερη παραευξείνια περιοχή είναι πλούτος.
Δεν είναι υστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής
Ενωσης. Καμιά Σκανδιναβική χώρα δεν νοιώθει μειονεκτικά
επειδή ξυπνούν και κοιμούνται αναφερόμενοι στο "Βόρειο
Σύμφωνο" και στην διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης
προς τις χώρες της Βαλτικής.
Αρα πρέπει να διαμορφώσουμε αυτή την νέα αντίληψη
για τον πατριωτισμό που έχει σχέση με την ικανότητα
διαχείρισης του εθνικού συμφέροντος, μέσα στις νέες
αυτές συνθήκες.
Μας χρειάζονται συνεπώς απαντήσεις σε μια σειρά από
προβλήματα που τώρα διαπερνούν, πολύ συχνά, εγκάρσια
τα πολιτικά Κόμματα. Η απάντηση για το ποια είναι η
αριστερή τοποθέτηση ως προς την παγκοσμιοποίηση, δεν
είναι μια εύκολη απάντηση. Κατ' αρχάς είναι τεράστιο
διανοητικό και ιστορικό λάθος να πιστεύει κανείς ότι
αυτό είναι ένα ζήτημα του 21ου αιώνα, ή της τελευταίας
10ετίας του 20ου αιώνα. Μπορεί το καινούριο φαινόμενο
να είναι η ταχύτητα στη ροή της πληροφορίας ή η ταχύτητα
στην διακίνηση των κεφαλαίων. Αλλά εάν θέλουμε να κρίνουμε
τα ζητήματα αυτά με βάση τον όγκο του διεθνούς εμπορίου,
τότε δεν νομίζω ότι έχει να ζηλέψει τίποτα η τελευταία
10ετία του 20ου αιώνα, από την πρώτη 10ετία του 20ου
αιώνα ή από την τελευταία του 19ου.
Χρειάζεται μια πιο εξελιγμένη, μια πιο εκλεπτυσμένη
απάντηση σε ζητήματα όπως είναι η βιοτεχνολογία, η κοινωνία
της πληροφορίας, τα ναρκωτικά, η στάση μας απέναντι
στο φαινόμενο της θρησκείας και της υπαρξιακής αγωνίας,
η στάση μας απέναντι στη διαχείριση της γνώσης. Και
βέβαια πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διαπιστώσουμε περίεργες
διαφοροποιήσεις και ομαδοποιήσεις, διότι δεν είναι τακτοποιημένο
και οριστικοποιημένο το τι είναι "προοδευτικό"
και τι είναι "συντηρητικό" στα θέματα αυτά.
Ολα αυτά κρίνονται κατά περίπτωση και πολύ συχνά δημιουργούν
τεράστιες αντιφάσεις.
Δικιά μας υποχρέωση είναι να υπερασπιστούμε βεβαίως
την πολιτική αλλά να υπερασπιστούμε μια πολιτική η οποία
δεν έχει διασφαλισμένους "πελάτες".
Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με ένα γενετικό πλεονέκτημα, ως
ένα κόμμα πολυσυλλεκτικό, ως ένα κόμμα που μπορούσε
να εκφράσει μια πλειοψηφική ροπή, ως ένα κόμμα που μπορούσε
να συνθέσει μια αντίληψη περί γενικού συμφέροντος, η
οποία να εμφανίζεται ισορροπημένη και δίκαιη. Και αυτή
είναι η πολιτική του ηγεμονία, η ικανότητά του να εκφράζει
ένα πολύ μεγάλο εύρος, φαινομενικά αντινομικών κοινωνικών
δυνάμεων.
Εάν δει κανείς με βάση τα πορίσματα των δημοσκοπήσεων
την κοινωνική διαστρωμάτωση των δύο μεγάλων κομμάτων,
τότε αυτή είναι λίγο-πολύ όμοια. Η τεράστια διαφορά
είναι διαφορά όχι ως προς την κατά κυριολεξία αντιπροσωπευτικότητα
των πολιτικών κομμάτων αλλά ως προς την ιδεολογία τους
τελικά. Ως προς την κοινωνική παράσταση που προβάλλουν.
Το ΠΑΣΟΚ έχει το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ως ένα
κόμμα που μπορεί να εκφράσει αυτή τη νέα αντίληψη για
το γενικό συμφέρον, αυτή την δίκαιη ισορροπία, την ακέραιη
κοινωνία, την συνολική κοινωνία, την κοινωνία της ασφάλειας
και την κοινωνία της ανασφάλειας. Να συμπεριλάβει και
να συγκεφαλαιώσει όλη την ελληνική κοινωνία.
Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία έχει τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά
ενός ταξικού κόμματος που ταυτίζεται με την εκπροσώπηση
πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων, ακόμα και όταν
με υστερικό και νευρικό τρόπο εμφανίζεται ως μια "λαϊκή"
δήθεν δεξιά.
Και αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του ΠΑΣΟΚ στην
διεκδίκηση της πολιτικής του ηγεμονίας. Εκεί κρίνεται
το παιγνίδι της πολιτικής αντιπροσωπευτικότητας, όταν
έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νέου τύπου σχέση ανάμεσα
σε ατό που λέγεται κόμμα και σε αυτό που λέγεται κοινωνία
των πολιτών.
Διότι η παλαιά παραδοσιακή σχέση ανάμεσα στο κόμμα
ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο και τους πολίτες που
έχουν μια δεδηλωμένη και αμετακίνητη στράτευση, έχει
προ πολλού τελειώσει. Τα κόμματα πλέον επικοινωνούν
με τους πολίτες διαρκώς, σε καθημερινή βάση, διαμορφώνοντας
μια πολιτική που είναι μια πολιτική a la carte.
Ο πολίτης επιλέγει προτάσεις και απόψεις και θέσεις
και προγράμματα που προτείνει ένα πολιτικό κόμμα, αλλά
επιλέγει. Δεν επιλέγει συνολικά ένα κόμμα, επιλέγει
πολιτικές, επιλέγει θέσεις. Σε τελευταία ανάλυση επιλέγει
πρόσωπα. Αλλα τον εκφράζουν περισσότερο, άλλα τον εκφράζουν
λιγότερο.
Και πρέπει να χειριστούμε με προσοχή και αποτελεσματικότητα
ιδεολογική, πολιτική και εν τέλει και εκλογική, αυτή
τη νέα κατάσταση, της πολιτικής a la carte που είναι
το μεγάλο πρόβλημα της πολιτικής αντιπροσωπευτικότητας,
δηλαδή της ικανότητας των κομμάτων να εκφράζουν συγκεκριμένες
κοινωνικές δυνάμεις.
Γιατί αυτή καθ' εαυτή η έννοια της κοινωνικής δύναμης
είναι μια έννοια η οποία εμπεριέχει όπως είπα και προηγουμένως,
άπειρες αποχρώσεις. Δεν είναι τώρα τα πράγματα απλά,
έτσι ώστε να θεωρούνται δεδομένες οι κοινωνικές δυνάμεις
που εκφράζονται ή που θα έπρεπε να εκφράζονται μέσα
από τον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρακτική του
ΠΑΣΟΚ.
Αυτά όλα επιβάλλουν μια στάση εξαιρετικά προσεκτική,
ιδιαίτερα επεξεργασμένη, επώδυνη, διότι τίποτα δεν είναι
ασφαλές και σίγουρο. Ολα κρίνονται καθημερινά. Η σχέση
πολιτικής νομιμοποίησης που συνδέει εμάς ως Κόμμα, ως
Κυβέρνηση, ως πρόσωπα, ως στελέχη με τους πολίτες, είναι
μια σχέση η οποία μπορεί να διαρραγεί ανά πάσα στιγμή.
Δεν υπάρχει τίποτα κρισιμότερο γι' αυτό που λέγεται
Ευρωπαϊκή Αριστερά, σύγχρονη αριστερή και προοδευτική
αντίληψη ενόψει του 21ου αιώνα, από αυτή τη συνείδηση
της λεπτότητας που υπάρχει στην σχέση πολιτικής νομιμοποίησης.
Ολα κρέμονται από μια κλωστή. και πρέπει ανά πάσα
στιγμή να είμαστε σε θέση όχι απλά και μόνο να διατηρήσουμε
αλλά και να ενισχύσουμε αυτή μας την σχέση πολιτικής
νομιμοποίησης με την κοινωνία των πολιτών. Εάν μείνουμε
εγκλωβισμένοι στη συγκυρία, εγκλωβισμένοι σε μια συμβατική
προσέγγιση των πολιτικών πραγμάτων, τότε βεβαίως ως
ένα μέρος μόνο μπορούμε ανταποκριθούμε σε αυτές τις
νέες απαιτήσεις μιας πολιτικής a la carte.
Eίμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε διαρκείς υπερβάσεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι διαρκώς να μεταφέρουμε τη συζήτηση
από την πολιτική των γεγονότων, στην πολιτική των καταστάσεων.
Χρειαζόμαστε πολιτικές θέσεις, που να έχουν μέσα τους
αυτό το νέο στοιχείο.
Το κείμενο του Εκτελεστικού Γραφείου σε πολύ μεγάλο
βαθμό ικανοποιεί την προϋπόθεση αυτή. Αλλά τα κείμενα
υπάρχουν, συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός πολιτικού κλίματος,
δεν διαμορφώνουν όμως αυτό που λέγεται δημόσιο forum.
Αυτό το διαμορφώνουμε όλοι με τον καθημερινό πολιτικό
μας λόγο και με την καθημερινή πολιτική μας πρακτική.
Εάν θέλουμε να κυριαρχήσουμε χωρίς αμφιβολίες και
αμφισβητήσεις στο πολιτικό σκηνικό, εάν θέλουμε να μετατρέψουμε
τη συγκυρία σε πλεονέκτημα, τότε πρέπει όχι απλά και
μόνο να προβάλλουμε και να υπερασπιζόμαστε το πολιτικό,
το κυβερνητικό μας έργο, αλλά πρέπει αυτό να το ανυψώνουμε
σε ένα επίπεδο το οποίο να έχει πάντοτε ζωντανά αυτά
τα στοιχεία τα ιδεολογικά, τα αισθητικά, τα ηθικά στα
οποία αναφέρθηκα.
Και για να μην φαίνονται όλα αυτά ως είδη μουσειακά,
πρέπει συνεχώς να προσθέτουμε απαντήσεις σε ερωτήματα
που ξέρουμε ότι απασχολούν σε βάθος την κοινή γνώμη.
Ή, για να το πω διαφορετικά, εάν θέλουμε να υπερασπιστούμε
την Πολιτική, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι πολιτικό
είναι ο,τιδήποτε έχει δημόσιο ενδιαφέρον. Αρα ο,τιδήποτε
έχει κοινωνικό ενδιαφέρον. Η Πολιτική μπορεί να υπερασπιστεί
τον εαυτό της και έτσι να υπερασπιστεί και την Δημοκρατία
συνολικά, μόνο όταν διευρύνει διαρκώς το αντικείμενό
της και το πεδίο της.
Η Πολιτική είναι σαν τον ατμοσφαιρικό αέρα σε σχέση
με την κοινωνία. Τείνει να καταλάβει το σύνολο των κοινωνικών
φαινομένων, των κοινωνικών προβλημάτων, των κοινωνικών
διεργασιών. Αν εμείς δεν έχουμε την ικανότητα παραγωγής
πολιτικού λόγου σε επαρκή ποσότητα και σε επαρκή ποιότητα,
τότε βεβαίως δεν μένει κενό. Το κενό το καλύπτουν κάποιοι
άλλοι. Θα το καλύψουν είτε τα μέσα ενημέρωσης που υποκαθιστούν
τα πολιτικά κόμματα στο ρόλο τους να καθορίζουν τις
προτεραιότητες και να συναιρούν τα επιμέρους θέσεις
σε μια συνολική πρόταση για το γενικό συμφέρον, είτε
άλλοι παράγοντες που επίσης παράγουν δημόσιο λόγο. Παράγοντες
οι οποίοι δεν υπόκεινται βέβαια σε πολιτικό και δημοκρατικό
έλεγχο, όπως υπόκεινται τα κόμματα και τα πολιτικά στελέχη.
Η πρώτη προϋπόθεση για να είναι κανείς αριστερός στον
21ο αιώνα είναι να μπορεί να υπερασπιστεί την πολιτική,
δηλαδή να διευρύνει συνεχώς το πεδίο της και να δώσει
απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτο
κανένα χώρο.
Εχουμε αναλάβει πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν τεράστια
σημασία. Η επόμενη Βουλή δεν είναι απλά και μόνο η Βουλή
που θα ξεκινήσει την πορεία μέσα στην μετα-ΟΝΕ εποχή,
είναι και μια Βουλή αναθεωρητική, η οποία μπορεί να
αλλάξει σε εντυπωσιακό βαθμό το θεσμικό πλαίσιο, το
θεσμικό σκηνικό στη χώρα μας.
Πρέπει όλα αυτά να τα συνθέσουμε σε ένα πολιτικό λόγο
νέου τύπου, ο οποίος από κάθε άποψη πρέπει να αναδύει
αυτό το άρωμα, το άρωμα μιας πρωτοτυπίας. Και αυτό είναι
το πιο μεγάλο στοίχημα, γιατί για να έχεις μια διαρκή
σχέση με το κοινωνικό σου ακροατήριο, πρέπει στοιχειωδώς
να κρατάς το ενδιαφέρον αυτού του ακροατηρίου. Και το
ενδιαφέρον δεν το κρατάς με διαπληκτισμούς, με μεμψιμοιρίες,
με μικρότητες. Το κρατάς με υπερβάσεις, με γενναιοδωρίες,
με πρωτοτυπίες.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ και σ'
αυτό πρέπει να απαντήσουμε με επιτυχία ξεκινώντας από
σήμερα, αλλιώς μπορεί να καλύψουμε τις εσωτερικές σελίδες
των εφημερίδων της Δευτέρας, αλλά η Κ.Ε. θα είναι απλά
ένα τρέχον γεγονός. Και, εν πάση περιπτώσει, η Συνδιάσκεψη
Θέσεων, μέσα σε μια συγκυρία εξαιρετικά κρίσιμη, δεν
έχει το δικαίωμα να είναι ένα τρέχον και εφήμερο γεγονός.
Πρέπει να σηματοδοτήσει κάτι πολύ περισσότερο.
Και εμείς έχουμε τη συλλογική υποχρέωση ως Κ.Ε. να
διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις γι' αυτό. Σας ευχαριστώ
πολύ.