Μετά από τις παραπάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις θεωρούμε χρήσιμο να αναπτύξουμε την μαρξιστικολενινιστική αντίληψη για τη θέση και το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό.
Το πιστωτικό και χρηματικό σύστημα εντάσσεται οργανικά στην καπιταλιστική οικονομία. Ο ρόλος του αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής προς όφελος της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Με τις λειτουργίες του το πιστωτικό σύστημα συμμετέχει στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, στην κυκλοφορία και κατανάλωση, στην κατανομή και ανακατανομή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Το πιστωτικό σύστημα στην ιστορική του εξέλιξη πέρασε από διάφορες φάσεις και στάδια, αναπτυσσόταν και διαμορφωνόταν έτσι ώστε να εξυπηρετεί το βασικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή την αποκόμιση υπεραξίας.
Η πρώτη μορφή εμφάνισής του ήταν το τοκογλυφικό κεφάλαιο. Το μέγεθος της τοκογλυφικής πίστης ήταν μεγάλο και ο τόκος συνήθως απορροφούσε ολόκληρο το υπερπροϊόν των μικροεμπορευματικών παραγωγών και σε πολλές περιπτώσεις και ένα μέρος του αναγκαίου προϊόντος. Στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού, το τοκοφόρο κεφάλαιο εκφράζεται με νέες μορφές. Εκφράζεται μέσα από την κυριαρχία και τη λειτουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στον καπιταλισμό εμφανίζεται και αναπτύσσεται το κεφαλαιοκρατικό πιστωτικό σύστημα. “Μαζί με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή - ο Καρλ Μαρξ γράφει - σχηματίζεται μια τελείως καινούργια δύναμη, το πιστωτικό σύστημα, που στις αρχές του εισχωρεί λαθραία σαν μετριόφρων βοηθός της συσσώρευσης, προσελκύει με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται όμως σε λίγο ένα καινούργιο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού και τελικά μετατρέπεται σε ενα τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων.
Στο βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συσσώρευση, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσονται και ο συναγωνισμός και η πίστη, αυτοί οι δύο ισχυρότεροι μοχλοί της συγκεντροποίησης”.
Με την επέκταση και άμεση ανάμειξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη παραγωγή - βλέπε παρακάτω για την ουσία του χρηματιστικού κεφαλαίου - δημιουργείται η απατηλή εντύπωση ότι το χρήμα αυτό καθεαυτό αυξάνεται χωρίς τη διαδικασία της παραγωγής, όπου δημιουργείται η υπεραξία. Μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων, κατανομή της υπεραξίας εκφρασμένη σε κέρδος. Ετσι στα πλαίσια του πιστωτικού συστήματος το κέρδος αυτό εμφανίζεται απατηλά σαν δημιουργία του ίδιου του πιστωτικού χρήματος. Για την κατανόηση του θέματος παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την ανάλυση του Κ. Μαρξ.
“Χ - Χ΄: Εχουμε εδώ το αρχικό σημείο αφετηρίας του κεφαλαίου, το χρήμα στον τύπο Χ - Ε - Χ΄ που έχει αναχθεί στα δυο άκρα Χ - Χ΄, όπου Χ΄ = Χ + ΔΧ, χρήμα που δημιουργεί περισσότερο χρήμα. Είναι ο αρχικός και γενικός τύπος του κεφαλαίου, συμπτυγμένος σε μια χωρίς νόημα συγκεφαλαίωση. Είναι το έτοιμο κεφάλαιο, ενότητα του προτσές παραγωγής και του προτσές κυκλοφορίας, είναι το κεφάλαιο που για το λόγο αυτό σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο αποφέρει καθορισμένη υπεραξία. Στη μορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου η ιδιότητα αυτή να αποφέρει υπεραξία εμφανίζεται άμεσα, χωρίς τη μεσολάβηση του προτσές παραγωγής και του προτσές κυκλοφορίας. Το κεφάλαιο εμφανίζεται σαν μυστηριώδης και αυτοδημιουργός πηγή του τόκου, της δικής του αύξησης. Το πράγμα (χρήμα, εμπόρευμα, αξία) σαν απλό πράγμα είναι τώρα κεφάλαιο και το κεφάλαιο εμφανίζεται τώρα σαν απλό πράγμα. Το αποτέλεσμα του συνολικού προτσές αναπαραγωγής εμφανίζεται σαν μια ιδιότητα που ανήκει σαν τέτια σε ένα πράγμα. Εξαρτιέται από τον κάτοχο του χρήματος, δηλαδή, του εμπορεύματος στην πάντα ανταλλάξιμη μορφή του, αν θα το ξοδέψει σαν χρήμα ή αν θα το δανείσει σαν κεφάλαιο. Γι΄ αυτό, στο τοκοφόρο κεφάλαιο ξεχωρίζει καθαρά αυτό το αυτόματο φετίχ, η αυτοαξιοποιούμενη αξία, το χρήμα που γεννάει χρήμα, και με τη μορφή αυτή δεν έχει πια ούτε ένα σημάδι που να δείχνει την καταγωγή του. Η κοινωνική σχέση ολοκληρώθηκε σαν σχέση ενός πράγματος, του χρήματος, προς τον ίδιο τον εαυτό του. Στη θέση της πραγματικής μετατροπής χρήματος σε κεφάλαιο φαίνεται εδώ μόνο η χωρίς περιεχόμενο μορφή αυτής της μετατροπής. Οπως γίνεται με την εργατική δύναμη, η αξία χρήσης του χρήματος είναι εδώ η ικανότητα να παράγει αξία, μεγαλύτερη αξία από την αξία που περιέχεται σε αυτό το ίδιο. Το χρήμα σαν τέτοιο είναι ήδη δυνάμει αυτοαξιοποιούμενη αξία και το δανείζουν σαν τέτοια, πράγμα, που αποτελεί τη μορφή της πούλησης για το ιδιόμορφο αυτό εμπόρευμα. Ετσι γίνεται πέρα για πέρα ιδιότητα του χρήματος να δημιουργεί αξία, να αποφέρει τόκο, όπως η ιδιότητα της απιδιάς είναι να παράγει απίδια. Και ο δανειστής του χρήματος πουλάει το χρήμα του σαν ένα τέτιο τοκοφόρο πράγμα. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το ίδιο το πραγματικά λειτουργούν κεφάλαιο, όπως είδαμε, παρουσιάζεται έτσι, λες και αποφέρει τον τόκο όχι σαν λειτουργούν κεφάλαιο, αλλά σαν κεφάλαιο αυτό καθεαυτό, σαν χρηματικό κεφάλαιο.
Διαστρεβλώνεται και το εξής: Ενώ ο τόκος είναι μόνο ένα μέρος του κέρδους, δηλαδή της υπεραξίας, που ο ενεργός κεφαλαιοκράτης εκθλίβει από τον εργάτη, εμφανίζεται τώρα αντίθετα ο τόκος σαν ο καθεαυτό καρπός του κεφαλαίου, σαν το πρωταρχικό, και το κέρδος, μεταβλημένο τώρα στη μορφή του επιχειρηματικού κέρδους, εμφανίζεται σαν κάτι το πρόσθετο, το συμπληρωματικό, που προστίθεται στο προτσές της αναπαραγωγής. Εδώ είναι ολοκληρωμένη η φετιχιστική μορφή του κεφαλαίου και η αντίληψη του κεφαλαίου - φετίχ”.
Οι πρώτες τράπεζες εμφανίσθηκαν στη φεουδαρχία παρ΄ όλο που εμβρυακά στοιχεία υπάρχουν και στην αρχαιότητα. Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του, το τραπεζικό σύστημα γνώρισε στον καπιταλισμό. Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό οι τράπεζες ήταν απλοί μεσολαβητές.
“Η βασική και η πρωταρχική πράξη των τραπεζών - τονίζει ο Λένιν - είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση με αυτό οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνουν τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών”.
Αρχικά οι τράπεζες εμφανίστηκαν ως ατομικές επιχειρήσεις. Κατά τον 19ο αιώνα δημιουργούνται οι εμπορικές μετοχικές τράπεζες. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του τραπεζικού κεφαλαίου συντελείται με την ενοποίηση και την εξαγορά τραπεζών. Είναι η περίοδος, που ο καπιταλισμός περνάει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. “Στο βαθμό που αναπτύσσεται η τραπεζική δραστηριότητα και συγκεντρώνεται σε λίγα ιδρύματα, οι τράπεζες μετεξελίσσονται από το μετριόφρονα ρόλο των μεσολαβητών σε πανίσχυρους μονοπωλητές, που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικρονοικοκυραίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών πρώτων υλών σε μια δοσμένη χώρα ή σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Αυτή η μετατροπή των πολυάριθμων μετριοφρόνων μεσολαβητών σε μια χούφτα μονοπωλητές αποτελεί ένα από τα βασικά προτσές της μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό”.