Η οθωμανική κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο συγκέρασε δύο προηγούμενες διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες. Η μία ήταν η βυζαντινή παράδοση: Σε αυτήν, ο μικρός ελεύθερος κλήρος αγωνιζόταν να επιβιώσει (και το κατώρθωσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλές φορές και με τη βοήθεια των αυτοκρατόρων), μη επιτρέποντας έτσι στους βυζαντινούς φεουδάρχες, τους "δυνατούς" να απολαύσουν και πολιτική εξουσία, πριν τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα. Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στο Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (που μετεξελίχθηκε σε αυτό που η νεώτερη ιστοριογραφία ονόμασε Βυζάντιο) η φεουδαρχία, σα σύστημα, εξελίχτηκε και ολοκληρώθηκε, παρά την πρώϊμη εμφάνιση στοιχείων του, πολύ αργότερα από όσο
στο δυτικό τμήμα, ενώ ισχυρότερα ήταν και τα απομεινάρια του δουλοκτητικού συστήματος. Αυτό εκφράστηκε, στο εποικοδόμημα, με τη διατήρηση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, καθώς και με τη διατήρηση των αστικών κέντρων και πολλών αστικών λειτουργιών. Στο Βυζάντιο η ανάπτυξη της φεουδαρχίας ολοκληρώνεται όταν στη δύση, στις ιταλικές πόλεις έχει ήδη αρχίσει η οικονομική και ιστορική άνοδος της αστικής τάξης.Η άλλη κληρονομιά των οθωμανών ήταν η σχετικά πρόσφατη (με ιστορικούς όρους) κοινοτική νομαδική παράδοση των προ-οθωμανών Τούρκων. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραδόσεων, οδηγεί στο να εμφανιστεί η φεουδαρχία στην Οθωμανική αυτοκρατορία καθυστερημένα, σε σχέση με τη Δύση, και, κατ' αρχήν, ατελώς. Ας δούμε τα κυριώτερα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της. Βασικό μέσο παραγωγής είναι η γη, η οποία χωρίζεται σε μεγάλες γαιοκτησίες αλλά και σε μικρούς, ελεύθερους κλήρους. Υπάρχει ένα ισχυρό συγκεντρωτικό κράτος (στου οποίου την ψιλή κυριότητα βρίσκεται η γη και αυτό με τη σειρά του την εκχωρεί στους υπηκόους του). Οι κάτοχοι των φέουδων(1) στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν μπορούσαν να κληροδοτήσουν τη γη στα παιδιά τους, ενώ είχαν το δικαίωμα να εισπράττουν τη γαιοπρόσοδο είτε σε είδος είτε και, κυρίως, με τη μορφή φόρου. Τα δικαιώματά τους αυτά απέρρεαν από τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφεραν στο σουλτάνο: ήταν δηλαδή φεουδάρχες-πολεμιστές. Η φεουδαλική πρόσοδος καθοριζόταν από την κεντρική εξουσία και ένα μέρος της κατευθυνόταν προς την Υψηλή Πύλη, ενώ ένα άλλο εισέπραττε ο κάτοχος του φέουδου.
Το βασικό μέλημα του οθωμανικού κράτους ήταν η είσπραξη της γαιοπροσόδου - με τους τρόπους που αναφέραμε παραπάνω. Όταν μάλιστα η γαιοπρόσοδος έπαιρνε τη μορφή του φόρου, οριζόταν κεντρικά από τη διοίκηση, κάτι που καθιστούσε περιττή την πρόσδεση του χωρικού στη γη του. Με αυτήν την έννοια, ο χωρικός στην οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν δουλοπάροικος, βαρυνόταν όμως με όλες τις φεουδαλικές υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι φόροι ήταν
δυσβάσταχτοι και για τους ελεύθερους χωρικούς, αφού σε μια κοινωνία βασικά αγροτική, η συντριπτική πλειοψηφία τους - πλην ίσως της δεκάτης - δινόταν σε χρήμα.
Το τσιφλίκι αποτελεί μία από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η μεγάλη φεουδαλική γαιοκτησία στην οθωμανική αυτοκρατορία. Χαρακτηριστικό που το διαφοροποιεί από τα ζιαμέτια ή τα τιμάρια είναι ο κληρονομικός του χαρακτήρας, αλλά και το ότι ο ιδιοκτήτης του δεν έχει πολιτική εξουσία επί του εδάφους που συγκροτεί το φέουδο (κάτι που, αντίθετα, συμβαίνει στα πασαλίκια, στην πιο κλασική μορφή της οθωμανικής φεουδαρχίας). Στην εσωτερική του δομή λειτουργεί όπως ακριβώς το κλασικό φέουδο: ο κάτοχος του εδάφους προσφέρει στον καλλιεργητή (κολλήγο) το έδαφος (κάποτε και τους σπόρους) και ο δεύτερος προσφέρει την εργασία του. Μετά την αφαίρεση των φόρων και των εξόδων παραγωγής, το προϊόν χωρίζεται σε τρεις μερίδες, από τις οποίες οι δύο ανήκουν στον καλλιεργητή και η τρίτη στο γαιοκτήτη (κάποτε, ανάλογα, με τη σύμβαση, το προϊόν χωρίζεται στα δύο). Αυτού του είδους η σύμβαση ονομάζεται επίμορτος αγροληψία και έχει και για τον τσιφλικά και για τον καλλιεργητή ισόβιο χαρακτήρα.
Το τσιφλίκι είναι επιβίωση ενός θνήσκοντος κοινωνικού συστήματος - της φεουδαρχίας - σε έναν κόσμο που οδεύει προς τον καπιταλισμό. Ανήκει δε σε μια κοινωνία που, παρά το συντηρητικό, φεουδαρχικό χαρακτήρα της οικονομίας της, συναλλάσσεται με τις εχρηματισμένες οικονομίες της Δύσης. Το υπερπροϊόν λοιπόν της εργασίας του καλλιεργητή δεν προορίζεται για την αντιμετώπιση των αναγκών του τσιφλικά, αλλά διατίθεται από αυτόν στο εμπόριο και του αποφέρει κέρδος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλοί τσιφλικάδες ήταν Ελληνες και ότι στα ίδια πρόσωπα - των τσιφλικάδων - συνενώνονταν πολλές φορές οι ιδιότητες και του εκμισθωτή φόρων και του τοκογλύφου. Είναι οι απεχθείς "κοτζαμπάσηδες", γαιοκτήμονες, έμποροι, κοινοτικοί άρχοντες, φορείς μιας εξουσίας κατά σημαντικό μέρος ενταγμένης στους οθωμανικούς διοικητικούς μηχανισμούς. Πρόκειται για ένα κοινωνικό στρώμα και με φεουδαρχικά και με αστικά χαρακτηριστικά το οποίο, στην πορεία της επανάστασης, ήρθε σε σύγκρουση με άλλα στρώματα της αστικής τάξης, πχ. τους εμπόρους της διασποράς.
Εν τω μεταξύ, μετά το 17ο αιώνα, οι αυξανόμενες ανάγκες του οθωμανικού δημοσίου ταμείου σε χρηματικά αποθέματα, οδήγησαν σε μια δυσβάσταχτη αύξηση των φόρων και σε απόγνωση "ελεύθερους" χωρικούς και κολλήγους. Ηδη, από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημειώνονται αλλεπάλληλα αγροτικά κινήματα, με μόνιμη αφορμή την αύξηση των φόρων. Σημαντικότερο από αυτά είναι το κίνημα του Διονύσιου του Σκυλόσοφου, που συντάραξε τη Δυτική Ελλάδα το 1611 και που είχε, όπως εξ άλλου και όλα τα υπόλοιπα, τραγικό τέλος. Πάντως, αναμφισβήτητα, η κυριώτερη εκδήλωση δυσαρέσκειας των αγροτικών πληθυσμών, όχι μόνο κατά των Οθωμανών Τούρκων, αλλά και κατά των Ελλήνων αυτών γαιοκτημόνων, ήταν η συγκρότηση των ομάδων των κλεφτών. Οι θρυλικοί αυτοί λησταντάρτες έδρασαν στην αρχή αυθόρμητα, για να γλυτώσουν οι ίδιοι από τη βαρειά φορολογία. Το 19ο αιώνα όμως, αποτέλεσαν έναν αξιόμαχο αντάρτικο στρατό που υπήρξε η δύναμη κρούσης της ελληνικής επανάστασης στη στεριά.
Η αγροτιά έδωσε και τις περισσότερες θυσίες στη διάρκεια της επανάστασης, ενώ από αυτήν προήλθαν και μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες της. Ομως, η εξ ορισμού μη συμμετοχή της στην κύρια κοινωνική αντίθεση της εποχής (που εκφραζόταν με τη διαπάλη ανάμεσα σε αστικά και φεουδαρχικά στοιχεία), δεν της επέτρεψε να παίξει πρωτοπόρο ιδεολογικό ρόλο (κάτι που επωμίστηκαν τα αναπτυσσόμενα τμήματα του κεφαλαίου) ούτε και να θέσει σαφή
ταξικά αιτήματα. Το αίτημα για τη διανομή της γης στους ακτήμονες αγρότες είναι ένα ζήτημα που προήλθε μέσα από την ίδια την εξέλιξη της επανάστασης και θα το εξετάσουμε στη συνέχεια.