Η υποτίμηση της δραχμής όξυνε συζητήσεις, ερμηνείες του φαινομένου και προβλέψεις επερχομένων γεγονότων, συζητήσεις θεωρητικού αλλά και άμεσα πολιτικού χαρακτήρα.
Βεβαίως αυτός ο κύκλος ερμηνειών, προβληματισμών και προβλέψεων δεν ήταν κλειστός. Αποτελούσε τη σπειροειδή ανέλιξη προηγουμένων: Κυρίως εκείνων που αφορούσαν τις χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις του Νοεμβρίου του ΄97, σε σημαντικά τμήματα της διεθνούς χρηματαγοράς, και πιο πίσω τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο. Ακόμα, ήταν προβληματισμοί και συζητήσεις συνδεδεμένες με την κυβερνητική νομισματική πολιτική της “σκληρής δραχμής”, σε συσχετισμό με τη γενικότερη οικονομική και εισοδηματική κυβερνητική πολιτική, σε συσχετισμό με τις αντίστοιχες διακρατικές πολιτικές της ΕΕ. Ηταν συζητήσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός του κυβερνητικού κόμματος αλλά και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κάθε άλλο παρά εκφράζανε προσωπικές ηγετικές βλέψεις και σκοπιμότητες. Ηταν πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός και μεταξύ των κομμάτων της αστικής πολιτικής - καθώς και των δορυφόρων τους, με μικροαστικές και οπορτουνιστικές καταβολές, - που αντανακλούν διεθνείς θεωρητικούς και πολιτικούς προβληματισμούς στο κύριο:
Ποιά η καταλληλότερη διαχειριστική πολιτική της καπιταλιστικής κρίσης στις σημερινές συνθήκες; Πολιτική που και θεσμικά να κατοχυρώνει την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού μονοπωλιακού κέρδους, αλλά και να προστατεύει από την όξυνση κοινωνικο-ταξικών αντιθέσεων, που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες για τη σωτηρία του συστήματος συνθήκες.
Η εύρεση, διαμόρφωση της καταλληλότερης πολιτικής διαχείρισης είναι θέμα οικονομικής θεωρίας ή οικονομικής τεχνικής ή συνδυασμός και των δύο;
Ανάλογα με την προσέγγιση και απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων διαμορφώνονται διάφορες αστικές οικονομικές σχολές και θεωρίες, που φιλοδοξούν να αποτελέσουν το υπόβαθρο της μιάς ή άλλης πολιτικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης.
Σε πολύ γενικές γραμμές θα κάναμε τον εξής σχολιασμό:
Η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, που αποτέλεσε το βάθρο της “σοσιαλδημοκρατικής” πολιτικής διαχείρισης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, εξάντλησε τα όρια της και “ανατράπηκε” από την ύφεση του ΄73, στον κύκλο της οικονομικής κρίσης. Στις επόμενες δεκαετίες, αλλού νωρίτερα αλλού αργότερα, η νεοφιλελεύθερη / μονεταριστική οικονομική θεωρία βασικά ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις, “σοσιαλδημοκρατικών” και φιλελεύθερων κομμάτων ή “κεντροδεξιών” και “κεντροαριστερών” συμμαχιών.
Η πολιτική της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης συμβάλλει επιταχυντικά στη συγκεντροποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, στους κλασικούς κλάδους της βιομηχανίας, σε κλάδους στρατηγικής σημασίας όπως οι τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ενέργεια αλλά και στην αγροτική οικονομία. Συμβάλλει επιταχυντικά στη συγκεντροποίηση των τραπεζών, στην εμπορευματοποίηση υπηρεσιών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες προληπτικής υγιεινής και αποκατάστασης της υγείας και ασφάλισης, στην εμπορευματοποίηση του τομέα της έρευνας και επιστήμης.
Η επιταχυντική αυτή διαδικασία ανοίγει νέα πεδία δράσης του κεφαλαίου και εξασφάλισης κέρδους. Εκφράζεται αφ΄ ενός με μεγαλύτερη συγκέντρωση του πλούτου, αφ΄ ετέρου με μεγαλύτερη συγκέντρωση της φτώχειας - για μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και σημαντικά τμήματα κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων. Οδηγεί και στην απότομη διόγκωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων, των αστέγων, των εξαθλιωμένων μεταναστών, - η εξαθλίωση είναι η πραγματική αιτία της θεαματικής ανόδου της εγκληματικότητας. Η απότομη εξαθλίωση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων αλλά και η γενικότερη επερχόμενη νέα απαξίωση της εργατικής δύναμης τροφοδοτούν ή εμπεριέχουν - ακόμη εν σπέρματι - την όξυνση των κοινωνικο-ταξικών αντιθέσεων.
Γενικά, σε θεωρητικό επίπεδο, δεν αμφισβητείται η γενική κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης / μονεταριστικής πολιτικής. Δεν προβάλλονται καθαρά κεϋνσιανά θεωρητικά σχήματα πολιτικής διαχείρισης, που δεν θα μπορούσαν άλλωστε, ούτε βραχυχρόνια να αντιμετωπίσουν την κρίση. Ωστόσο πληθαίνουν οι θεωρητικοί και πολιτικοί προβληματισμοί για την αναζήτηση “ενδιάμεσων” σχημάτων, που στην αστική βιβλιογραφία εμφανίζονται και ως “επιλεκτικές νεοκλασικές” ή “μετακεϋνσιανές” θεωρίες.
Θα τολμούσαμε να προβλέψουμε ότι η προβολή αυτών των θεωρητικών σχημάτων και η σύνδεσή τους με κυβερνητικά σχήματα θα επεκταθεί. Κι όχι μόνο. Θα γίνει σε βάθος ιδεολογική - πολιτική δουλιά: Για τον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος σε πιο πειστικές μορφές “κοινωνικού διαλόγου” και “κοινωνικής συναίνεσης”. Για τη διαμόρφωση πολιτικών αναχωμάτων που θα παρεμποδίζουν τον ταξικό προσανατολισμό του κινήματος. Για τη διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικών στερεοτύπων που θα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης στην κατεύθυνση της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής ρήξης, θα την εγκλωβίζουν σε αναμονές πολιτικών διαχείρισης ηπιότερων μορφών ή ρυθμών.
Η παραπάνω τοποθέτηση δεν σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα, οι συμμαχίες του, οι όροι διαμόρφωσης και δράσης του θα κινούνται στη λογική του “όλα ή τίποτε”, χωρίς ενδιάμεσους στόχους πάλης και κατακτήσεις, ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα, τα άλλα λαϊκά κινήματα, οι συσπειρώσεις και τα διάφορα μέτωπα πάλης θα πρέπει να κατευθύνονται - με την επίπονη, επίμονη και αταλάντευτη ιδεολογικο-πολιτική μαζική δράση των κομμουνιστών - σε κατεύθυνση ταξικής εναντίωσης και ρήξης με τα μονοπώλια και το ιμπεριαλισμό, για να μην γίνονται φορείς διεκδίκησης και στήριξης της μιας ή άλλης διαχειριστικής πολιτικής.
Μόνο τότε μπορούν να πετυχαίνουν την παρεμπόδιση, την ανακοπή μιας επιταχυνόμενης “σκληρής” αντιλαϊκής πολιτικής διαχείρισης, να “κρατούν” κατακτήσεις που να εντάσσονται σε ένα συνολικό ταξικό αγώνα. Μόνο τότε η μια ή άλλη μορφή αγώνα μπορεί να έχει συνέχεια, η εμπειρία του αγώνα να γίνεται στοιχείο ανάπτυξης της πολιτικής συνείδησης.
Η ζωή έδειξε περίτρανα, στην Ελλάδα και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ότι τα αποτελέσματα της λαϊκής στήριξης μιας καπιταλιστικής διαχειριστικής πολιτικής παροχών - ενσωμάτωσης είχε κοντά πόδια, για τους εργαζόμενους ήταν σπίτι στην άμμο.
Το ζήτημα αυτό είναι βαθύτατα περίπλοκο. Μια καταρχήν ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση, αν και κατά τη γνώμη μας σωστή, δεν είναι επαρκής για να διεισδύσει πειστικά και δυναμικά ακόμα και σε πρωτοπόρα τμήματα του εργατικού, και γενικότερα του λαϊκού, κινήματος.
Η δυσκολία θα λέγαμε ότι είναι θεωρητική. Πάσχει στην αδυναμία βαθιάς γνώσης της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας ανάλυσης του καπιταλισμού. Θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε το εξής:
Από τη μια, οι θεωρητικοί στήριξης της αστικής πολιτικής όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν και υπολογίζουν - στο μέτρο μη αμφισβήτησης της ύπαρξής του - τις οικονομικές νομοτέλειες κίνησης του συστήματος, ώστε η πολιτική να παρεμβαίνει συχνά πριν τη διαμόρφωση του αυθορμήτου. Για παράδειγμα, η επιλογή μιας πολιτικής υποτίμησης εθνικού νομίσματος πριν να οδηγηθεί σε de facto ανατροπή της τυπικής ισοτιμίας του με άλλα εθνικά νομίσματα ή συστήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Από την άλλη, είναι σημαντικά αδύναμη, ή και κλονισμένη, η διείσδυση της επιστημονικής - ταξικής ανάλυσης των φαινομένων και των εξελίξεων μέσα στο εργατικό κίνημα. Η αδυναμία αυτή αφορά όλους μας, από διαφορετική θέση και ευθύνη του καθένα. Η προσπάθεια της παρούσης προσέγγισης στη μελέτη αυτού του επίκαιρου και σύνθετου προβλήματος έχει το χαρακτήρα κατάθεσης ορισμένων καταρχήν επισημάνσεων και εκτιμήσεων για παραπέρα προβληματισμό.