Ερωτήματα για θεωρητική προσέγγιση

Αρχικά, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα:

Τι κρύβεται πίσω από μια νομισματική ή χρηματιστηριακή κρίση;

Πόσο “αυτοτελές” ή καθαρά “τεχνητό” είναι το φαινόμενο της πίεσης που ασκούν οι διεθνείς κερδοσκόποι πάνω σε ένα νόμισμα, ώστε να πετύχουν κέρδη από τη διπλή μετατρεψιμότητα συναλλάγματος, κερδίζοντας από τη διαδικασία υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του πιεζόμενου νομίσματος;

Πόσο νέο είναι αυτό το φαινόμενο, που αναμφίβολα έχει πάρει νέες διαστάσεις σε συνθήκες διόγκωσης των συναλλαγών στη διεθνή αγορά, με ταχύτατη - μέσω ηλεκτρονικών μέσων, - κίνηση των χρηματικοοικονομικών παραγώγων;

Ο καθορισμός μιας “εθνικής” νομισματικής πολιτικής, πόσο “ανεξάρτητος” μπορεί να είναι, σε συνθήκες “παγκοσμιοποίησης της οικονομίας” (βλέπε σχεδόν διεθνούς επικράτησης του ιμπεριαλιστικού συστήματος);

Είναι ταυτόσημη μια χρηματιστηριακή κρίση με μια νομισματική; Και η μια και η άλλη εκφράζουν στον ίδιο βαθμό μια υποβόσκουσα κρίση υπερπαραγωγής;

Στην αστική δημοσιογραφία συχνά συναντώνται εκτιμήσεις - απαντήσεις, στα παραπάνω ερωτήματα, της εξής κατεύθυνσης:

“Οι κερδοσκόποι στις διεθνείς αγορές έχουν πλέον τη δυνατότητα να βουλιάξουν το νόμισμα της χώρας εξασφαλίζοντας για λογαριασμό τους πολύ σημαντικά κέρδη και δημιουργώντας σοβαρότατα προβλήματα στην οικονομική πολιτική”.

Στη “νοσηρότητα” του χρηματοδοτικού συστήματος αναφέρεται και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος:

“Ο κόσμος μας έχει αρχίσει να στηρίζεται όλο και περισσότερο σε ψευδαισθήσεις. Χτίζοντας αυτοκρατορίες πάνω στην άμμο και δημιουργώντας πραγματικότητες από το τίποτα. Το σύγχρονο Τραπεζικό και χρηματοδοτικό σύστημα αποδεικνύει αυτή την αντίληψη. Σε μια εποχή ταχύτατης ανταλλαγής πληροφοριών μέσα από τα νέα ηλεκτρονικά μέσα και το χρήμα ακόμα πολλαπλασιάζεται για την εξυπηρέτηση των μέσων. Χωρίς να στηρίζεται σε κάποια πραγματική αξία ...

... Και βέβαια ενδεικτικό των ταχυτάτων εξελίξεων στη μεταβατική περίοδο που ζούμε είναι και το φαινόμενο των οριακών κερδών που πετυχαίνουν οι επιχειρήσεις μέσω της τοποθέτησης των καταθέσεών τους σε λογαριασμούς ελεύθερου συναλλάγματος (free cash balances). Μεταφέροντας τις ελεύθερες καταθέσεις τους από χώρα σε χώρα, οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις επιχειρούν να πετύχουν απειροελάχιστα οριακά κέρδη πάνω στο κεφάλαιό τους ... Γι΄ αυτό και το τραπεζικό σύστημα της γης κρέμεται ουσιαστικά από μια κλωστή”* .

Ωστόσο υπάρχουν και τοποθετήσεις, μη μαρξιστικές, που αναφέρονται στα προβλήματα της οικονομικής κρίσης.

Αν και αποσπασματικά, και με παράλειψη ορισμένων ενδιάμεσων εκτιμήσεών του, θα αναφέρουμε ορισμένες τοποθετήσεις του Dr. Θοδωρή Πελαγίδη:

“Με δεδομένη τη μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 - αρχές της δεκαετίας του ΄70, οι επενδύσεις και τα κέρδη ακολουθούν την ίδια πορεία, ενώ έντονα πληθωριστικά φαινόμενα και ανισορροπίες στα εθνικά ισοζύγια πληρωμών προετοιμάζουν το έδαφος για τις εξισορροπητικές οικονομικές πολιτικές της δεκαετίας του ΄80. Ετσι, από το 1979, έτος εκλογής της Μ. Θάρτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, η κοινωνική ζήτηση περιστέλλεται σταδιακά σε όλες τις χώρες, το εισόδημα αναδιανέμεται υπέρ των πιο εύπορων κοινωνικών τάξεων, η προσφορά χρήματος συγκρατείται και τα επιτόκια ωθούνται υψηλότερα. Με άλλα λόγια, στη δεκαετία του ΄80 ο ρυθμός ανάπτυξης των αγορών προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Ετσι η πραγματική συνολική ζήτηση γενικά υποχωρεί σε μια σχετική στασιμότητα, αλλά και διακυμαίνεται σύμφωνα με την αστάθεια και την ευμεταβλητότητα της παγκόσμιας οικονομίας και των εθνικών οικονομιών. Οι λεγόμενες “νέες εξελίξεις”, λοιπόν, δεν προέρχονται μονόδρομα από τον κορεσμό της αγοράς και τη διαφοροποίηση της ζήτησης. Η διάσπαση και η στασιμότητα των αγορών ανταποκρίνονται στην αστάθεια που προκαλεί η οικονομική κρίση, ενώ η διαφοροποίηση της ζήτησης φανερώνει την ένταση της οικονομικής ανισότητας και της κοινωνικής πόλωσης” ... “Η κοινωνική πόλωση, ως αναπόφευκτο φαινόμενο της οικονομικής κρίσης, αλλά και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισής της, έχει διασπάσει τις μεσαίες τάξεις που στήριζαν τη μαζική κατανάλωση και έχει οδηγήσει από τη μια σε διαφοροποιημένη ζήτηση για τα κοινωνικά στρώματα που ευνοούνται από συσταλτικές οικονομικές πολιτικές, και από την άλλη, σε σχετικά τυποποιημένη κατανάλωση για κατώτερα κοινωνικά στρώματα που θίγονται άμεσα από τις πολιτικές λιτότητας. Ετσι η κοινωνική σύνθεση των αγορών έχει αλλάξει”... “Είναι δηλαδή περισσότερο μια αμφίδρομη επίδραση αγορών και παραγωγής των οποίων τα πρότυπα, οι τεχνικές και τα συστήματα εξαντλούνται ιστορικά και δεν μπορούν λοιπόν ως σύνολα και αδιάσπαστες ενότητες να συνεχίσουν να προσφέρουν μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία.

Από την άλλη, δεν πρέπει να αγνοείται ότι η οικονομική κρίση έχει διαφοροποιήσει τη στρατηγική των επιχειρήσεων. Το κεφάλαιο, με δεδομένη την οικονομική στασιμότητα, διεθνοποιείται όσο ποτέ άλλοτε, για να υπερκεράσει τα ασφυκτικά όρια των στάσιμων ή συρρικνούμενων εθνικών αγορών” ...

... “Οι νέες εξελίξεις είτε δεν έχουν ακόμη οδηγήσει είτε, περισσότερο, δεν φαίνεται να οδηγούν σε νέα συμπαγή οικονομικά και κοινωνικά καθεστώτα συσσώρευσης”.

Με το δικό του τρόπο επιβεβαιώνει τη διεθνή κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, ως κρίση υπερπαραγωγής. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναδεικνύει το αδιέξοδο διαφορετικών πολιτικών διαχείρισης της. Το στοιχείο αυτό δεν αναιρείται από την, θα λέγαμε, “τεχνική” προσέγγισή του στο θεμελιακό πρόβλημα, του περιορισμού στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Πρόβλημα που δεν το εξετάζει ως έκφραση της αντίθεσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής.

Η, στη συνέχεια, πιο ανοικτή κριτική του στις ακολουθούμενες νεοφιλελεύθερες / μονεταριστικές πολιτικές, απλώς επιβεβαιώνει τις βαθύτατες αντιφάσεις του συστήματος με πραγματικά δεδομένα ανάλυσής του. Ενδεικτικά σημειώνουμε ορισμένες θέσεις του, γιατί δίνουν, από ένα μη μαρξιστή, τη σύνδεση των νομισματικών πολιτικών και αντιφάσεών τους με τα αντικειμενικά προβλήματα και τις αντιθέσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. (Ζητήματα στα οποία θα αναφερθούμε σε άλλο κεφάλαιο από μαρξιστική σκοπιά).

“Οπως αναφέραμε όμως και προηγούμενα, το νεοφιλελεύθερο κράτος παρενέβη επίσης για να απορυθμίσει τις φορντιστικές ρυθμίσεις που αφορούσαν τη μισθωτή σχέση, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος της εργασίας και να αυξηθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Τα κέρδη των επιχειρήσεων πράγματι ενισχύθηκαν με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, τη νομιμοποίηση νέων ευέλικτων εργασιακών καθεστώτων, όπως η μερική ή η προσωρινή απασχόληση, ή με την ανοχή στην ατυπία (μαύρη εργασία). Οι δε ειδικές φορολογικές απαλλαγές ενίσχυσαν επιπροσθέτως τα κέρδη των επιχειρήσεων. Οπως σημειώνει και ο K. Vergopoulos (1992), κατ΄ αυτό τον τρόπο οι τιμές της εργασίας και του κεφαλαίου δεν καθορίστηκαν καθ΄ όλη τη νεοφιλελεύθερη δεκαετία του ΄80 από τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Το κράτος παρενέβη διοικητικά θεσπίζοντας νέες ρυθμίσεις, ευνοϊκές για το κεφάλαιο (φορολογικές απαλλαγές), και καταργώντας αυτές που αφορούσαν την εργασία (απορύθμιση -ευελικτοποίηση της αγοράς εργασίας).

Οι διοικητικού τύπου ρυθμίσεις που καθόρισαν κατ΄ ουσίαν τους μηχανισμούς λειτουργίας της αγοράς, όσον αφορά τη τιμή της εργασίας και του κεφαλαίου, συνδυάστηκαν επίσης με οικονομικές πολιτικές σταθεροποίησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών, μέσα από τη δραστική περιστολή της ζήτησης, η ενίσχυση της οποίας, ως κεϋνσιανό κατάλοιπο, θεωρήθηκε, όπως τονίσαμε και προηγούμενα, η αιτία της αποσταθεροποίησης και της υπολειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας. Ετσι η συνολική ... ζήτηση τέθηκε υπό έλεγχο και η εισοδηματική πολιτική λιτότητας θεωρήθηκε το μοναδικό ορθό μέτρο στην αντιπληθωριστική και εξισορροπιστική προσπάθεια, πέρα από την άμεση ενίσχυση των κερδών που προσέφερε. Η συρρίκνωση των αγορών θεωρήθηκε μονόδρομος στην προσπάθεια κάθε κυβέρνησης να σταθεροποιήσει τα βασικά οικονομικά της μεγέθη.

Ομως, μέτρα που τελικά περιόρισαν την αγορά ήταν και αυτά που ακολουθήθηκαν στα πλαίσια της νομισματοπιστωτικής πολιτικής. Τέθηκε ως στόχος, και στο πεδίο αυτό, η συγκράτηση ή και η συρρίκνωση της συνολικής ρευστότητας της οικονομίας. Στο όνομα της σταθερότητας ο αυξητικός ρυθμός των πιστώσεων στις περισσότερες οικονομίες περιορίστηκε δραστικά ... και τα επιμέρους εθνικά νομίσματα υποστηρίχτηκαν διοικητικά με την αύξηση των επιτοκίων ... ή τις ανάλογες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στις αγορές συναλλάγματος. Ο δε ρυθμός αύξησης της τροφοδοσίας της οικονομίας με χρήμα, συρρικνώθηκε δραστικά ... με εξαίρεση τις ΗΠΑ.

... Η μονεταριστική συνταγή δεν υιοθετήθηκε βέβαια μόνο για να κατευνάσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να εξισορροπήσει το ισοζύγιο πληρωμών, αλλά συνέβαλε τα μέγιστα στην “εξυγιαντική” προσπάθεια που έγινε κατά τη δεκαετία του ΄80 και είχε βασικό στόχο την απαλλαγή των οικονομιών από τις “οριακές” επιχειρήσεις. Ετσι η χρηματοπιστωτική στενότητα και η σκλήρυνση του νομίσματος, δηλαδή στην ουσία η ακαμψία των τιμών του χρήματος και του συναλλάγματος, επιστρατεύτηκαν για να εξοβελίσουν τις λιγότερο παραγωγικές οικονομικές μονάδες, που αποτελούσαν “δημιούργημα” του λανθασμένου σχηματισμού κεφαλαίου της κεϋνσιανής εποχής και που έως τότε συντηρούνταν είτε λόγω της σχετικά άφθονης προσφοράς χρήματος και πιστώσεων είτε λόγω κρατικής αρωγής. Η πολιτική που εφαρμόστηκε λοιπόν και στο πεδίο αυτό συνέτεινε στο να βαθύνει ακόμη περισσότερο η κρίση, αφού στο όνομα της εξυγίανσης η παραγωγική βάση συρρικνώθηκε στα πιο υγιή μέρη της, ο δείκτης της ανεργίας επιδεινώθηκε, και η τιμή της εργασίας καθηλώθηκε σε χαμηλά επίπεδα”.

Με δεδομένο ότι η κεϋνσιανή πολιτική διαχείρισης εφαρμόστηκε από “σοσιαλδημοκρατικά” και “νεοφιλελεύθερα” κόμματα, στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανόρθωσης όπως εξίσου αμφότερα εφάρμοσαν και τη νεοφιλελεύθερη / μονεταριστική πολιτική διαχείρισης στις συνθήκες μετά την κρίση του ΄73, υπογραμμίζουμε το εξής:

Τα διλήμματα που περικλείουν τα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου δεν έχουν κανένα νόημα για την εργατική τάξη και ορισμένα εργαζόμενα τμήματα άλλων καταπιεζομένων κοινωνικών στρωμάτων. (Δηλαδή, τη φτωχή αγροτιά και τους επαγγελματίες εμπορο-βιοτέχνες κι όχι γενικά για τις ΜΜΕ, που ο προσδιορισμός τους ποικίλλει από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή ακόμα και της ίδιας χώρας - βλέπε Ιταλία - και είναι συνάρτηση πολλών άλλων παραγόντων η θέση και η άμεσα μελλοντική προοπτική τους).

Τόσο η πολιτική του “σκληρού” νομίσματος (βλέπε αντίστοιχα “σκληρής” δραχμής) όσο και η πολιτική υποτίμησης ή εκ νέου προσαρμογής σ΄ ένα σύστημα συναλλαγματικών ισορροπιών είναι μέρος ενός και του αυτού “παιχνιδιού”. Είναι προσαρμογή νομισματικής πολιτικής στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτικής στήριξης των κερδών του κεφαλαίου σε συνθήκες γενικής κρίσης του καπιταλισμού. Είναι προσαρμογές της νομισματικής πολιτικής στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που διαμορφώνονται σαν ανάγκες στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Μιας καπιταλιστικής οικονομίας που συμμετέχει με τις δικές της ανάγκες προσαρμογής σε μια περιφερειακή καπιταλιστική ένωση - και βέβαια και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα - και τις δικές της ανάγκες και αδυναμίες στα πλαίσια του ανταγωνισμού του διεθνούς κεφαλαίου.

Και με αυτή την έννοια το περιεχόμενο της “ανταγωνιστικότητας” είναι καθαρά ταξικό. Δεν αφορά ούτε τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, ούτε τους εργαζόμενους στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και οπουδήποτε αλλού, όταν δεν συσχετίζεται με το “ποιος ποιόν εξουσιάζει”.

Το περιεχόμενο της “ανταγωνιστικότητας” δεν είναι ούτε γενικά “εθνικό”, ούτε γενικά “διεθνικό”. Τα συνθήματα αυτά αποτελούν συνειδητή ιδεολογική παρέμβαση του κεφαλαίου, πάνω στην οποία οικοδομούνται τα ανάλογα πολιτικά συνθήματα εγκλωβισμού σε εκλεπτυσμένη ή απροκάλυπτη γραμμή της “ταξικής συνεργασίας”.

Τη σχέση διεθνικού - εθνικού για το κεφάλαιο δίνει με το δικό του τρόπο ο David D. Hale:

“Η νέα διεθνής τάξη τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα περιλαμβάνει περιφερειακά μπλοκ ελευθέρου εμπορίου, διμερείς μορφές αμοιβαιότητας και εθνικής αντιμετώπισης, χρηματοοικονομικά ελεύθερες εισόδους στις περιφέρειες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της ύπαρξης φορολογικής και οργανωτικής ακαμψίας του κέντρου, και τέλος έμμεση κυβερνητική υποστήριξη των ¨εθνικών πρωταθλητών¨ στην εμπορική και στην επενδυτική δραστηριότητα. Οι ΗΠΑ θα είναι μια σημαντική δύναμη πίσω από την εμφάνιση αυτού του συστήματος νέου ¨κατευθυνόμενου εμπορίου¨”.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα