Κανείς δεν γίνεται τυχαία τοξικομανής ή από περιέργεια. Το επιχείρημα της "έλξης του απηγορευμένου" υποδηλώνει μεταφυσική, ανορθολογική σκέψη και οδηγεί σε μια γενική στάση αποϊστορικοποίησης του φαινομένου. Οι συμπεριφορές που απορρέουν από την περιέργεια ή την μίμηση ή ακόμα αυτές που απορρέουν από την έλξη των απαγορευμένων μπορεί να οδηγήσουν πράγματι κάποιον στο να δοκιμάσει ναρκωτικά.
Γιατί όμως από όλους όσους δοκιμάζουν αυτοί που επιλέγουν την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό;
Ας είμαστε σοβαροί. Οι λόγοι που προαναφέρονται μπορεί να είναι αρκετοί για μια απλή δοκιμή, αλλά δεν είναι αρκετοί για το πέρασμα στη συστηματική χρήση και στην εξάρτηση. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα ναρκωτικά αλλά σε αυτό που οι νέοι αναζητούν σε αυτά και δια μέσου αυτών. Η παρόρμησή τους για να τα χρησιμοποιήσουν δεν εξαρτάται από το εάν υπάρχουν νόμιμα ή παράνομα ναρκωτικά, σκληρά ή μαλακά, αλλά σε σημαντικές εσωτερικές ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν.
Η οποιαδήποτε ψυχοτρόπος ουσία έρχεται για να απαλύνει επώδυνες εσωτερικές ψυχικές διεργασίες και ταυτόχρονα να οδηγήσει μακριά, να τον αποσπάσει από την εφιαλτική κοινωνική πραγματικότητα. Η τοξικομανία γίνεται έτσι ο καθρέφτης ενός πολιτισμού της παρακμής. Ο ίδιος ο τοξικομανής με την εξαθλίωσή του γίνεται ο καθρέφτης αλλά και ο τιμητής της εξαθλίωσής του και των αιτιών της. Κρατάει μέσα του στον ένα ή στον άλλο βαθμό την ανάγκη της ανατροπής τους. Οι προσπάθειες για να ιατρικοποιηθεί και να ψυχιατρικοποιηθεί το πρόβλημα της τοξικομανίας υποδηλώνουν την τάση της αποκοινωνικοποίησής του, ούτως ώστε οποιαδήποτε παρέμβαση να είναι ακίνδυνη για το σύστημα που γεννά και αναπαράγει το πρόβλημα.
Παράλληλα με τις προσπάθειες ψυχιατρικοποίησης του προβλήματος της τοξικομανίας επαναπροβάλλεται έντονα και το αίτημα της νομιμοποίησης όλων των ουσιών. Σε καμιά περίπτωση η νομιμοποίηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης γιατί αφήνει άθικτες τις κοινωνικές αιτίες που το γεννούν και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που το αναπαράγουν.
Ορισμένοι προβάλλουν σαν λύση την νόμιμη χορήγηση ηρωίνης και των υποκαταστάτων της (μεθαδόνη). Στην καλύτερη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν οδηγηθεί σε αποτυχία αυτό το μέτρο από την ανάγκη του τοξικομανή να βρει περισσότερη ποσότητα από αυτή που του χορηγείται, θα συντηρεί την αναπαραγωγή του φαινομένου σε νόμιμα, και αμφιβόλου βαθμού ελεγχόμενα πλαίσια, αφού συνήθως η νόμιμη μεθαδόνη συμπληρώνεται με την παράνομη ηρωίνη.
Οπως ήδη είπαμε, η τοξικομανία είναι μια αυτοκαταστροφική άρνηση των αξιών της συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτή η δυνάμει απειλή για την κυρίαρχη τάξη εξουδετερώνεται με την νόμιμη χορήγηση της δόσης και οι φακελωμένοι πλέον τοξικομανείς θα αποτελέσουν μια νέα κατηγορία αποκλεισμένων, ενσωματωμένοι όμως στο σύστημα αυτή τη φορά με την μέθοδο της θεσμοποιημένης περιθωριοποίησης που εξασφαλίζει συνάμα ένα πιο ασφαλή κοινωνικό έλεγχο.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη, αντιναρκωτική πολιτική τρέφεται από την αποτυχία της ισχύουσας κατασταλτικής αντιναρκωτικής πολιτικής. Κάνοντας κριτική στην αστυνόμευση και την διαφθορά, καλλιεργεί ένα προοδευτικό, ριζοσπαστικό προφίλ. Στην πραγματικότητα είναι αντιδραστική και επικίνδυνη.