Ένα άλλο βασικό γνώρισμα της συνθήκης του Αμστερνταμ, κυρίως όμως των κειμένων του την συνοδεύουν είναι η υποκρισία απέναντι στο θέμα της ανεργίας.
Οι κυβερνήσεις γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ανεργία θα ανεβαίνει με γεωμετρική πρόοδο πια, και ανησυχούν από ανάγκη, για τα δικά τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και όχι από ευαισθησία και φιλεργατισμό. Τρέμουν τη λαϊκή αντίδραση και αφύπνιση. Σκέφτονται ακόμα ότι η πολιτική τους θα οδηγήσει στην υπόσκαψη της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων πέρα από ένα ορισμένο όριο, πράγμα που θα κάνει ακόμα πιο βαθιά την κρίση του καπιταλισμού που είναι κρίση υπερπαραγωγής. Γνωρίζουν ακόμα ότι με τη σημερινή τεχνολογική πρόοδο δεν είναι δυνατό να πέσουν οι τιμές κάτω επίσης από ένα ορισμένο όριο. Γι αυτό και τους έπιασε ο πόνος για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Πώς όμως σκέφτονται να την αντιμετωπίσουν; Με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, με την μερική απασχόληση με σύγχρονες συνθήκες δουλεμπορίου, με το μοίρασμα της ανεργίας σε περισσότερους.
Πάνω στο οικοδόμημα ενός σύγχρονου δουλεμπόριου κτίζονται και όλοι οι άλλοι ταξικοί νόμοι και μεταρρυθμίσεις για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική πολιτική, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, η πολιτική για τις γυναίκες, την Τρίτη ηλικία. Ηδη το 35ωρο - μαϊμού μεθοδεύεται ως προεκλογικό χαρτί, ως απάντηση στο δίκαιο και γνήσιο 35ωρο που διεκδικούν οι ανυποψίαστοι σε αρκετές περιπτώσεις εργαζόμενοι.