Δ/ Η μορφή του σχολείου:

Η συλλογική οργάνωση της σχολικής ζωής και οι κοινωνικές της προϋποθέσεις

Το πρόβλημα της σχολικής ζωής ήταν και μένει σοβαρό πρόβλημα, γιατί το σχολείο είναι αυταρχικό και επικρατεί η απαίτηση για τυφλή πειθαρχία και περιορισμό της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης. ΄Ετσι, βασικό μέλημα είναι να οργανωθεί συλλογικά η ζωή μέσα στο σχολείο, συμπορευόμενο με τις πλατειές δυνάμεις μέσα στην κοινωνία που αντιπροσωπεύουν και γι’ αυτό δεν φοβούνται τη συλλογικότητα. Αυτό σημαίνει ποιοτικά μια νέα κοινωνική μορφή, στην οργάνωση και τη διεύθυνση της σχολικής ζωής, που τη βλέπουμε μέσα στο πλαίσιο της Σχολικής Κοινότητας και της αυτοδιοίκησής της. Το σχολείο κάποτε πρέπει να αποτελέσει Κοινότητα με την έννοια της συλλογικής οργάνωσης και διεύθυνσής του. Για το σκοπό αυτό δεν αρκούν θεσμοί συμμετοχής και διοικητική ανάθεση αρμοδιοτήτων. Χρειάζεται πρώτα απόλα διαμόρφωση κοινών σκοπών. Η Σχολική Κοινότητα απαιτεί μια δυναμική ανασύνθεση του ρόλου όλων εκείνων των παραγόντων που συνθέτουν την άμεση λειτουργία του σχολείου: των μαθητών, των εκπαιδευτικών, των γονιών. Το κυριότερο έργο της είναι να κινητοποιεί τη βούληση του νέου ανθρώπου , σα μέλους της κοινωνίας, να τον μαθαίνει να οργανώνει και να διευθύνει τη ζωή του, ξεκινώντας από τη Σχολική Κοινότητα, και να αναπτύσσει την κοινωνική δραστηριότητά του μέσα κι έξω από το σχολείο.

Η Σχολική ζωή και η Αυτοδιοίκησή της, όμως, έχουν κάθε φορά συγκεκριμένο περιεχόμενο καθοριζόμενο από γενικότερους κοινωνικούς παράγοντες, και μάλιστα από τους συσχετισμούς της κοινωνικής πάλης και το ρόλο του λαϊκού κινήματος στα εκπαιδευτικά πράγματα. Αν κάποιοι σήμερα αποκέντρωση κι αυτοδιοίκηση ονομάζουν την κεντρική κατεύθυνση όλων των κρατικών μηχανισμών να ιδιωτικοποιήσουν τα δημόσια σχολεία (με την παρέμβαση των μεγαλεκδοτών στα προγράμματα και τα βιβλία, τους επιχειρηματίες-χορηγούς κλπ), εμείς αντίθετα υποστηρίζουμε την καθοριστική εμπλοκή στο μέτωπο του σχολείου των άμεσα ενδιαφερόμενων για την αγωγή των παιδιών, των εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών και γενικότερα των εργατικών σωματείων κι όλων των λαϊκών δυνάμεων, που μπορούν να αποτελέσουν αντίπαλο δέος για τους κυρίαρχους.

Βλέποντας την εργασία του εκπαιδευτικού από τη σκοπιά αυτή, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τη σημασία της, τη σύνδεση της προσπάθειάς του μέσα στην τάξη με την κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα. Σύμφωνα με το Γληνό, ο σωστός εκπαιδευτικός “βλέπει στις νέες ψυχές τη δυνατότητα μιας καλύτερης ανθρωπότητας και θέτει ολόκληρο τον εαυτό του υπηρέτη της δημιουργίας της, βρίσκοντας σ’ αυτή του την ενέργεια τη βαθύτατη ικανοποίηση του είναι του”. Σημειώνουμε, ιδιαίτερα σήμερα, την ανάγκη ο εκπαιδευτικός να μην εγκαταλείπει την αποστολή του μπροστά στις δυσκολίες, το γενικότερο βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο, την άθλια υποδομή των σχολείων, την προσπάθεια των κυβερνώντων να τον “αξιολογήσουν” για να τον “συμμορφώσουν” στα δικά τους μέτρα. Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να απομονωθεί, για να αξιολογηθεί, γιατί ασκεί το λειτούργημά του μέσα στην κοινωνική διαδικασία αγωγής, στην οποία αντικειμενικά παίρνουν μέρος κι οι μαθητές, οι γονείς και ο κοινωνικός περίγυρος του σχολείου. Η από κοινού ενεργοποίηση στο σχολικό μάθημα και πρόγραμμα, η αμοιβαία ανταλλαγή γνωμών γύρω από τα προβλήματα του σχολείου και του σχολικού έργου, ο κοινός αγώνας για ένα σχολείο που θα υπηρετεί το λαό και θα χρειάζεται την υποστήριξή του, θα κάνει την ευκαιριακή ως σήμερα συνάντηση αυτών των φορέων μόνιμη και δημιουργική. Θα δημιουργήσει τις συνθήκες για δημοκρατικό έλεγχο και ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.

Βέβαια, στο σχολείο δεν μπορεί να εργάζονται μόνο εκπαιδευτικοί. Σημαντικός είναι ο ρόλος του προσωπικού μέριμνας, πρόνοιας και γενικότερα στήριξης του εκπαιδευτικού έργου, που πρέπει να καλύπτει μόνιμες οργανικές θέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις στο επίπεδο της σχολικής μονάδας και σε άλλες στο επίπεδο του δήμου ή της νομαρχίας (παιδίατροι, ψυχολόγοι, λογοθεραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, διαιτολόγοι, παρασκευαστές, βιβλιοθηκονόμοι, κηπουροί, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, καθαρίστριες, μαγείρισσες κλπ). Χωρίς αυτούς τους εργαζόμενους ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να ασκήσει απερίσπαστος και σωστά το έργο του, η σχολική εργασία δεν θα μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία απαραίτητα για την αγωγή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή, είναι η ανθυγιεινή διατροφή στο σχολείο, όπου οι νόμοι ψηφίζονται για να μην εφαρμόζονται, ή το χάος που κυριαρχεί στα ολοήμερα σχολεία, όπου δάσκαλοι εξαναγκάζονται σε μαγειρικές και διάφορες άλλες δραστηριότητες. Σε αντιστοιχία με το σοβαρό ρόλο τους στη σχολική ζωή, οι εργαζόμενοι αυτοί πρέπει να συμμετέχουν και στη διοίκηση του σχολείου.

Η κοινωνικοποίηση του μαθητή δεν είναι βέβαια υπόθεση του μακρινού μέλλοντος, περνάει μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, συνδέεται με την επίμονη προσπάθεια για μόρφωση και αυτομόρφωση και επιδρά στη διαμόρφωση της συνείδησής του και της προσωπικότητάς του. Η σημερινή εξουσία φοβάται τη συνειδητή συλλογική δραστηριότητα των ίδιων των μαθητών, γι’ αυτό κι αντιμετωπίζει εχθρικά το μαθητικό κίνημα, τις συνελεύσεις, τα μαθητικά συμβούλια, τα συντονιστικά αγώνα. Τα θεσμοθετημένα μαθητικά συμβούλια χρόνια τώρα προσπαθούσε να τα περιθωριοποιήσει και να τα υποκαταστήσει από διάφορους στημένους θεσμούς κι ελεγχόμενες δραστηριότητες (βουλή των εφήβων, μαθητικό συμπόσιο, προγράμματα της ΕΕ για τη νεολαία). ΄Οταν το μαθητικό κίνημα, μέσα από μαθητικά συμβούλια και συνελεύσεις, με την άμεση έκφραση της θέλησης των μαθητών να υπερασπίσουν τα κοινά συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας τους ενώθηκε ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική, σχημάτισε συντονιστικά αγώνα των σχολείων σε κάθε μεγάλο δήμο και συντονίστηκε και πανελλαδικά, η κυβέρνηση θορυβήθηκε, θυμήθηκε τους θεσμούς κι εξάγγειλε νέα προσπάθεια χειραγώγησής του με μέτρα, που υπονομεύουν την άμεση συμμετοχή και συλλογική έκφραση της μαθητικής βούλησης.

Ο μαθητής δεν είναι αυθύπαρκτη από βιολογική άποψη και αυτόνομη, από κοινωνική άποψη, μονάδα. Συνεπώς η σχέση σχολείου και οικογένειας - κηδεμόνα είναι αναπότρεπτη και υποχρεωτική. Το πρόβλημα της σχέσης γονέων και σχολείου είναι πολύ βαθύτερο από την απλή πληροφόρηση. Οι γονείς αποτελούν μια ισχυρή βούληση, που η κινητοποίησή της μπορεί να συμβάλει ποικιλότροπα στην ανάπτυξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εκείνο όμως που έχει σημασία ιδιαίτερη είναι η αμοιβαία ανταλλαγή γνωμών και ιδεών γύρω από τα προβλήματα του σχολείου και του σχολικού έργου, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί από κοινού το πρόβλημα της αγωγής των παιδιών. Η πραγματική σχέση κηδεμόνα και σχολείου δεν είναι η επιφανειακή αντιπαλότητα, που έχει καλλιεργηθεί για διάφορους λόγους, σχετικούς με τη βαθμολογία, τη μεταχείριση των παιδιών, την επιτυχία ή όχι της σχολικής εργασίας κτλ. Είναι ό,τι ενώνει, είναι ο κοινός στόχος εκπαιδευτικών και κηδεμόνων: η διαπαιδαγώγηση των νέων μας. Μέχρι πριν από λίγο, και μάλιστα τώρα, που με την αντίληψη της ιδιωτικοποίησης των πάντων πάμε να χαρακτηρίσουμε τα δίδακτρα σαν “ανταποδοτικά τέλη”, οι φορείς των κηδεμόνων καλούνται να βάλουν βαθιά στην τσέπη τους το χέρι για καθαρά λειτουργικά έξοδα, για να τους ανακοινωθεί ή να τους ζητήσουν κάτι. Η σχέση αυτή, ακόμη κι αν σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζεται ως ρεαλιστική (το πετρέλαιο για τη θέρμανση, το πούλμαν για τη μεταφορά των παιδιών κτλ. εύκολα μπορούν να κάμψουν όποια απαίτηση των γονέων για δωρεάν παιδεία), δεν είναι σε καμιά περίπτωση αυτή που χρειάζονται οι γονείς και το σχολείο. Η σχέση που θα βοηθήσει την ανάπτυξη της σχολικής διαδικασίας είναι άλλη. Πρέπει να βρεθούν τρόποι που θα βοηθήσουν και τις δύο πλευρές να συνειδητοποιήσουν τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους, να συνειδητοποιήσουν ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα του σχολείου και της εκπαίδευσης. Ποια προβλήματα έρχονται από το σπίτι, ποια αποτελούν απόηχο της κοινωνικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, ποια δημιουργούνται μέσα στο σχολείο και ποιές είναι οι δυνατότητες παρέμβασης που υπάρχουν.

Δ.1. H καθοριστική επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος

Οι κοινοί σκοποί της κοινότητας και των μελών της , η αρμονική σχέση ανάμεσά τους και η συναίσθηση της ευθύνης τους είναι κείνα, που χαρακτηρίζουν την ολοκληρωμένη Σχολική Κοινότητα. Μια τέτοια Σχολική Κοινότητα είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί μέσα στην αστική Κοινωνία. Η αστική Παιδαγωγική μορφώνει μόνο χωριστά άτομα και προσπαθεί να εμβάλλει στην ψυχή του κάθε ατόμου τις ιδιότητες εκείνες που χρειάζονται στον αγώνα για το δικό του το ατομικό “συμφέρον”: την πονηρία, τον τυχοδιωκτισμό και τελικά την ατομική ιδιοτέλεια... Στην αστική κοινωνία ο κάθε χωριστός άνθρωπος αποβλέπει στο να συντρίψει και να εξοντώσει τον άλλον. Ο θάνατός σου η ζωή μου! Άρα, για να ολοκληρωθεί η συλλογική λειτουργία της Σχολικής Κοινότητας, πρέπει να εξασφαλιστούν κάποιες γενικότερες προϋποθέσεις. Χρειάζεται κι η κοινωνία να γράψει στις σημαίες της: “ένας για όλους κι όλοι για έναν”. Ξεκινάμε από μια πολιτική που θ’ αποβλέπει πραγματικά στη μόρφωση του λαού και θα χρειάζεται την ενεργητική στήριξη του λαϊκού κινήματος, για να επιβληθεί, κόντρα στα εμπόδια που οπωσδήποτε θα συναντήσει. Εδώ η συμμετοχή έχει νόημα. Όχι σαν τη “λαϊκή συμμετοχή” του νόμου 1566/85, που ούτε την αυταρχική δομή του σχολείου άγγιξε, ούτε ευρεία και ουσιαστική ήταν και κυρίως έδινε τόσες και τέτοιες αρμοδιότητες, όποιες ακριβώς χρειάζονταν για να ενσωματωθεί το λαϊκό κίνημα μέσα στο σύστημα. Αποτελούσε μια μορφή διαχείρισης της μιζέριας του εκπαιδευτικού συστήματος, για να προσδώσει κοινωνική αποδοχή στην πορεία της ιδιωτικοποίησης και ραγδαίας υποβάθμισης του σχολείου. Γι’ αυτό, σήμερα επιμένουμε στο περιεχόμενο της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα και δεν αναλύουμε τις διάφορες θεσμικές μορφές σε επίπεδο σχολείου, δήμου ή περιοχής ή και κεντρικά, που η Σχολική Αυτοδιοίκηση μπορεί να πάρει ανάλογα με την εξέλιξη της λαϊκής πάλης.

Θέλουμε να τονίσουμε ότι η Σχολική Κοινότητα δεν αναιρεί την κρατική ευθύνη για τη μόρφωση του λαού μας. Για να μπορεί, επομένως, να λειτουργήσει στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής, θα πρέπει οι κεντρικές κατευθύνσεις για το σχολείο, οι αρχές του, οι άξονες λειτουργίας του και το περιεχόμενό του (βλ.κεντρικά αναλυτικά προγράμματα) να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του λαού μας, κι άρα με τη δική του συμμετοχή να μπορούν να εξειδικεύονται και να εφαρμόζονται σε κάθε σχολείο και περιφέρεια και να ελέγχονται και κεντρικά. Η επιχειρούμενη αξιολόγηση της αποκεντρωμένης σχολικής μονάδας, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και του αυταρχικού αστικού κράτους, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική διάσταση του σχολείου που θα ήθελε ο εργαζόμενος λαός. Ποιος αξιολογεί, με τι κριτήρια και για ποιο σκοπό; Είναι η πιο επιθετική μορφή ιδιωτικοποίησης, ο ασφυκτικός έλεγχος της δημόσιας εκπαίδευσης από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, η ανισόμετρη από κοινωνική άποψη ανάπτυξη των σχολείων, με όλες τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομική ασφυξία των λαϊκών οικογενειών, το μορφωτικό επίπεδο των εργατόπαιδων και την ιδεολογική τρομοκρατία εκπαιδευτικών και μαθητών. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν, για άλλη μια φορά και εδώ, την άποψη που προηγούμενα διατυπώσαμε, ότι το σχολείο -όπως γενικότερα η εκπαίδευση- είναι κοινωνικά καθορισμένο και, συνεπώς, στη διαδικασία της εκπαιδευτικής πράξης, εκτός από την καθοριστική παρέμβαση της Πολιτείας (νόμοι, ιδεολογία, προγραμματισμός κ.ά.), και τη συμμετοχή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) απαιτούμε και την ενεργητική συμμετοχή των γονέων, των εκπαιδευτικών και ευρύτερα την παρέμβαση των εργατικών σωματείων και των άλλων οργανώσεων των εργαζόμενων. Κι εδώ το εργατικό κίνημα έχει μεγάλο ρόλο να παίξει. Τα πλατειά συντονιστικά του μετώπου παιδείας που δημιουργούνται σε δήμους και τις γειτονιές σε διεκδικητική σήμερα βάση δείχνουν σε ποια κατεύθυνση μπορεί να εξασφαλιστεί η λαϊκή συμμετοχή και να χτίζεται η συνείδηση των κοινών σκοπών. Ο δρόμος για το σχολείο του μέλλοντος περνά από το σημερινό αγώνα του λαού μας, κόντρα στις επιταγές των μονοπωλιακών κέντρων. Προπτική μας είναι η σοσιαλιστική κοινωνία, όπου ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να πραγματοποιείται από τη βάση ως την κορφή, το κράτος, με την άμεση εμπλοκή στη λειτουργία του σχολείου του κόσμου της δουλειάς, με την κοινωνική και πολιτική ευθύνη της ίδιας της εργατικής τάξης.

Δ.2. Η Σχολική Κοινότητα: η εσωτερική λειτουργία του σχολείου

Η Σχολική Κοινότητα δεν είναι μια εξωτερική λειτουργία του σχολείου. Οικοδομείται μέσα στο ίδιο το μάθημα, ξεκινώντας από την ίδια την τάξη. Η συλλογικότητα γίνεται πράξη στο σχολείο, πρώτα απόλα με την αλλαγή της ίδιας της μορφής του σχολικού μαθήματος. Σε μια τέτοιαν αλλαγή κάποιες αρχές πρέπει να τηρηθούν:

. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην έδρα και το θρανίο πρέπει να λείψει. ΄Οχι απλά να καταργηθεί το βάθρο και η υπερυψωμένη έδρα, αλλά να γίνει μια γενική αναδιάταξη και αναδιάρθρωση της τάξης, ώστε να απελευθερωθούν οι δυνάμεις που αυτή κρύβει μέσα της. Ο μαθητής είναι επίσης υποκείμενο της αγωγής, κι άρα απαιτείται η ενεργητική του συμμετοχή. Σε καμμία περίπτωση δεν εννοούμε με αυτό την ισοπέδωση του ρόλου δασκάλου και μαθητή, αντίθετα χρειάζεται η επιστήμη και η τέχνη του εκπαιδευτικού, για να λειτουργήσει μια τέτοια τάξη.

Η δραστηριοποίηση του μαθητή στη γνώση. Την παθητική αποδοχή της πληροφορίας του βιβλίου και της έδρας πρέπει να τη διαδεχτεί η ενεργητική συμμετοχή στην αποκάλυψη της γνώσης μέσα από τη συζήτηση και την ενεργητική αναζήτησή της. Ο μαθητής δεν ξεχνάει αυτά που βρίσκει ο ίδιος. Η τάξη του σχολείου, έτσι που είναι διαμορφωμένη, δεν ανταποκρίνεται σε μια τέτοια απαίτηση. Απαραίτητος είναι ο εμπλουτισμός της τάξης, με μια βιβλιοθήκη και με όλα τα όργανα της εποπτικής διδασκαλίας, που, αν είναι κατασκευασμένα από κάποιο δημόσιο εργοστάσιο, δε θα στοιχίζουν πανάκριβα. Η αίθουσα-τάξη είναι σήμερα το απολίθωμα κάποιας άλλης εποχής, δεν προσφέρεται για ενεργητική γνώση και για την ανάπτυξη της δημιουργικής προσωπικότητας. Πρέπει να μείνει βέβαια σα χώρος της συγκέντρωσης, του προγραμματισμού και του απολογισμού της εργασίας, των όποιων διαλέξεων, της τοποθέτησης των ατομικών ειδών και των οργάνων λειτουργίας της τάξης. Η διδασκαλία όμως θα πρέπει να γίνεται στην αίθουσα των ειδικών μαθημάτων, της Γεωγραφίας, της Ιστορίας, τα εργαστήρια της Φυσικής και της Χημείας και των Τεχνικών, η Βιβλιοθήκη, το Θέατρο, στους χώρους της άθλησης, στο σχολικό κήπο. Να βγει κι έξω από το σχολείο, με μορφές διδασκαλίας που δεν θα τελειώνουν με κάποια επίσκεψη. Οι ανθρώπινες και οι κοινωνικές σχέσεις, με τα προβλήματά τους αποτελούν σπουδαία πηγή γνώσης και δημιουργικής δράσης, όταν μέσα στο σχολείο γίνεται επεξεργασία του υλικού που συγκεντρώνεται και η αναγωγή τους σε νόμους ή κανόνες της ζωής.

H ομαδική εργασία να γίνει η κύρια μορφή της σχολικής εργασίας. Δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος για την πολύπλευρη ανάπτυξη των νέων από τη λειτουργία της ομαδοποιημένη τάξης, που δίνει δυνατό κίνητρο, καλλιεργεί αρμονικά την προσωπικότητα και μαζί συντελεί στο ξεπέρασμα των μαθησιακών δυσκολιών. Αυτή είναι και η απάντηση στο πρόβλημα των “αδύνατων” μαθητών, που δεν αντιμετωπίζεται, ξεχωρίζοντάς τους από τους υπόλοιπους μαθητές, όπως επιχειρείται με την ενισχυτική διδασκαλία-άλλοθι των ταξικών φραγμών και εξατομίκευση της ευθύνης για το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των παιδιών της εργατικής τάξης. Το όποιο πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε συνθήκες ευγενικής άμιλλας, αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, που μόνο η ομαδοποιημένη τάξη κι η αλληλοδιδακτική μέσα στην ομάδα μπορεί να εξασφαλίσει. Φυσικά αυτό προϋποθέτει προσωπική σχέση του εκπαιδευτικού με το μαθητή, για να υπάρχει η ακριβής εικόνα των προβλημάτων και των αιτιών τους.

Από κει και πέρα οι δραστηριότητες της Σχολικής Κοινότητας, που η σχολική Αυτοδιοίκηση έρχεται να ρυθμίσει, συνίστανται:

Στον προγραμματισμό, την εφαρμογή και τον έλεγχο της διαπαιδαγωγητικής και μαθησιακής εργασίας.

Αυτό δεν πρέπει να φοβήσει κανένα, γιατί εδώ λειτουργεί η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης την οποία οι νέοι αναλαμβάνουν. Είναι ένα κεφάλαιο πολύτιμο του ψυχικού δυναμικού του σχολείου, που σήμερα δεν αξιοποιείται. Οι μαθητές πρέπει να αποκτούν την ικανότητα να παίρνουν μέρος ενεργητικά και συνειδητά στον προγραμματισμό του μαθήματος, στην εκτέλεση του προγράμματος, στον έλεγχο της εφαρμογής του. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται, στη βάση βέβαια των κεντρικών αναλυτικών προγραμμάτων και κατευθύνσεων, επεξεργασία και σχεδιασμός που η Σχολική Επιτροπή θα προετοιμάσει συλλογικά: αυτό σημαίνει πως θα προγραμματίσει τη δουλειά του σχολείου στο σύνολό της, από τις πράξεις της διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης ως τον προγραμματισμό των μαθημάτων. Και οι μαθητές στο σύνολό τους ή σε ομάδες, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του θέματος θα συζητήσουν. Τα προβλήματα του προγραμματισμού των μαθημάτων θα συζητηθούν κατά τάξεις ή τμήματα τάξεων. Τα προβλήματα δε των εκδηλώσεων του σχολείου, ανάλογα με την περίπτωση, θα συζητηθούν στη Γενική Συνέλευση του σχολείου. Ο προγραμματισμός του διδακτικού προγράμματος, για κάθε διδακτική περίοδο είναι, επομένως, η πρώτη και η σοβαρότερη εσωτερική εργασία του σχολείου και του διδακτικού προσωπικού που πρέπει να γίνεται συλλογικά. Πριν λοιπόν από την επεξεργασία του προγράμματος από την τάξη και το δάσκαλό της, το σχολείο έχει υποχρέωση να καταστρώσει το διδακτικό πλαίσιό του. Μια τέτοια εργασία προγραμματισμού πρέπει να γίνει θέμα αρχής για το σχολείο. Τα άλλα προβλήματα της σχολικής εργασίας θα λύνονται στην καθημερινή ζωή, όπου απαραίτητη θα ήταν η γνώμη και η συμβουλευτική παρουσία του “σχολικού συμβούλου” . Αυτός όμως θα πρέπει να γίνει πραγματικά σύμβουλος.

Στα θέματα πειθαρχίας, κοινωνικής ζωής και συμπεριφοράς

΄Εχει ιδιαίτερη σημασία να στηριχτεί η λειτουργία του σχολείου στη θετική και ενεργητική συμμετοχή της μαθητικής βούλησης. Η έννοια της πειθαρχίας έχει δεθεί με την έννοια της τιμωρίας, της ποινής και της ανταπόδοσης, που πολλές φορές φτάνει τα όρια της αντιδικίας και της εκδίκησης. Μπορεί όλα αυτά να λειτουργούν κατασταλτικά, ελάχιστα όμως διαπαιδαγωγητικά. Χωρίς να απορρίπτουμε συνολικά τις ποινές, πιστεύουμε ότι το θέμα της μαθητικής συμπεριφοράς ξεκινά από την καλλιέργεια της συνειδητής πειθαρχίας, της αυτοπειθαρχίας. Ο μαθητής πρέπει να ξέρει για ποιο σκοπό κάνει το καθετί, ποιος είναι ο σκοπός του κάθε μαθήματος κλπ. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή ή την τάξη, για θέματα κοινωνικής- σχολικής συμπεριφοράς μπορεί να αμβλυνθεί, αν όχι να εξαφανιστεί. Η τάξη πρέπει να μπορεί να λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγοντας για πειθαρχικά προβλήματα της άμεσης και περιορισμένης σε κύκλο δράσης των μαθητών. Αλλά και η Γενική Συνέλευση του σχολείου μπορεί να καταπιαστεί με πολύ σοβαρά προβλήματα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η συζήτηση αλλά και οι ποινές μπορούν και πρέπει να έχουν έντονο διαπαιδαγωγητικό χαρακτήρα.

Στον έλεγχο και την αξιοποίηση των οικονομικών του σχολείου.

Αυτό σημαίνει ότι θα έχει τη δικαιοδοσία να παρακολουθεί και να παρεμβαίνει στη ροή και τη διαχείριση των χρημάτων που απαιτούνται για τη δωρεάν λειτουργία του σχολείου είτε στην αξιοποίηση των πόρων που προέρχονται από τις δραστηριότητές του. Και επειδή υπάρχει η δυσάρεστη εμπειρία να παραβιάζονται σήμερα οι αρχές της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, στην προσπάθεια να λυθούν προβλήματα, εδώ θα σημειώσουμε ότι η λειτουργία του σχολείου πρέπει να εξασφαλίζεται με την κρατική επιχορήγηση, ώστε να μην υπονομεύονται τα συλλογικά χαρακτηριστικά της κοινότητας, είτε από διακρίσεις στο εσωτερικό της είτε από την εξωτερική επιβολή κάποιας ισχυρής κοινωνικής ομάδας.

Στα προβλήματα της σύνδεσης της σχολικής εργασίας με το περιβάλλον, την κοινωνική δραστηριότητα και τις κοινωνικές εκδηλώσεις του σχολείου.

Εδώ πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση. Η μεγαλύτερη ίσως διαπαιδαγωγητική πράξη που μπορεί να γίνει στο σχολείο είναι να συμμετάσχουν μαθητές, εκπαιδευτικοί και κηδεμόνες στη σύνδεση του σχολείου με την κοινωνική ζωή. Μπορούν να ανοιχτούν σε πολλές πράξεις, από την επίσκεψη του σχολείου ή τάξεων του σχολείου σε χώρους παραγωγής και δραστηριότητας της κοινότητας, τη μόνιμη συνεργασία με λαϊκούς παράγοντες και φορείς της κοινωνικής ζωής κλπ. Το ίδιο το σχολείο θα μπορούσε ν’ αποτελέσει πόλο έλξης για τους νέους και περα από την ώρα του μαθήματος, και πόλο δημιουργίας για όλη την υπερκείμενη κοινότητα. Οι εκδηλώσεις του σχολείου θα πρέπει να προγραμματίζονται με μια τέτοια προοπτική. Τέτοιες ευκαιρίες και δυνατότητες έχουμε πολλές. Θα ζωντάνευε επίσης η εκπαιδευτική διαδικασία, αν το κάθε σχολείο στηριζόταν στη συνεργασία κάποιων επιστημόνων, συνδικαλιστών, εκπροσώπων κινημάτων κ.ά. από τον κοινωνικό του περίγυρο που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σχολική εργασία, με την πείρα τους, τις γνώσεις τους και το κύρος τους (ας τους ονομάσουμε Επισκέπτες). Θα είχε σημασία για τη διαπαιδαγώγηση και την πρωτοβουλία των μαθητών να αναζητούν και να καλούν στο σχολείο τέτοιους επισκέπτες, αξιοποιώντας και την ίδια την οικογένειά τους ( πχ ένας γονιός εκπρόσωπος συνδικάτων της περιοχής να συζητήσει με τους μαθητές για τα προβλήματα που ανοίγονται στην παραγωγή του τόπου τους). Πρέπει η ίδια η ζωή με τα προοδευτικά μηνύματά της να μπαίνει στο σχολείο, ώστε το σχολείο να διδάσκει με τη ζωή και για τη ζωή.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα