Β.3. Η διεύρυνση της βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι κοινωνική ανάγκη της εποχής μας

Κάποτε αναγκαία μόρφωση ήταν να ξέρει κανείς να γράφει, να διαβάζει και να λογαριάζει, γνώσεις υπαγορευμένες από τις ανάγκες του εμπορίου. Οι σύγχρονοι μεγαλέμποροι προσθέτουν στις στοιχειώδεις αυτές δεξιότητες την ικανότητα υπολογισμών και επικοινωνίας μέσα από τον ηλεκτρονικό λόγο και την ξένη γλώσσα και …να, η σύγχρονη βασική εκπαίδευση. Μια τέτοια εκπαίδευση νομοτελειακά οδηγεί σε πρόωρη και ληξιπρόθεσμη επαγγελματική ειδίκευση, πρόσφορο πρόσχημα για την απόλυση και την ανεργία. Αυτό οφείλεται σε ορισμένα κοινωνικά δεδομένα. Οι στοιχειώδεις γνώσεις χάρη στην πρόοδο της επιστήμης και της λαϊκής παιδείας αναπαράγονται όλο και πιο γρήγορα και πιο εύκολα, ενώ η ειδίκευση του εργάτη στοιχίζει φτηνότερα όταν αναπτύσσεται κατά την άσκηση στην ίδια την παραγωγή. (Μάλιστα, όσο πιο μονόπλευρη γίνεται η ειδίκευση με τον καταμερισμό της εργασίας τόσο πιο γρήγορα πραγματοποιείται). Αν το ζητούμενο είναι το μίνιμουμ αποκτημένων γνώσεων, η στοιχειώδης προπαίδευση για τη μια και μετά την άλλη ειδίκευση, για να βγάζει κανείς βραχυπρόθεσμα μια δουλειά, τότε η υποχρεωτική εκπαίδευση θα πρέπει χρονικά να περιοριστεί. Ο κεφαλαιοκράτης που ζητά ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, εργατικό δυναμικό φθηνότερο κι άμεσα αποδοτικό, θα μείνει ικανοποιημένος. Όμως, η Βασικής εκπαίδευση έχει από καιρό ξεπεράσει την έννοια της Στοιχειώδους εκπαίδευσης. Σήμερα έχουμε ανάγκη από Βασική-Γενική εκπαίδευση, πάνω στην οποία θα οικοδομήσει ο νέος την πιο πέρα εξέλιξή του, επαγγελματική και επιστημονική. Μια εκπαίδευση που θα εξασφαλίζει το αίσθημα της αυτοπεποίθησης και, όσο εξαρτάται απ’ αυτή, τη βεβαιότητα για το αύριο. Βασική εκπαίδευση πρέπει να θεωρείται η δωδεκάχρονη και να είναι υποχρεωτική.

Η εξέλιξη της επιστήμης, η πληθώρα των γνώσεων και των μέσων, κάνει επιτακτική την επέκταση της, καθοριστικής για τη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου, βασικής εκπαίδευσης. Αστοί θεωρητικοί ισχυρίζονται ότι με την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και την πληροφορική έχουμε περάσει “από τη γνώση -στις γνώσεις”, ότι γενική εκπαίδευση στην εποχή μας δεν υπάρχει, γιατί σήμερα η γνώση είναι, τάχα, αναγκαστικά κάτι πολύ εξειδικευμένο. Αρνούνται την ενιαία φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου και την υλική ενότητά του και υιοθετούν τη νεοθετικιστική πρόταση για χρησιμοποίηση των γνώσεων απλά ως στοιχείων μιας εργαλειοθήκης. Έτσι, οδηγούμαστε στον ισχυρισμό της Λευκής Βίβλου ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι ασαφής. Οι αστοί θεωρούν μόρφωση, την πληροφορία, τη δεξιότητα και την ωφέλιμη γι’ αυτούς συμπεριφορά. Η απόστασή τους από τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η πραγματικότητα είναι ότι η μόρφωση σήμερα έχει ουσιαστικότερες απαιτήσεις κι η εκπαίδευση σημαντικότερο και διακριτό ρόλο σ’ αυτήν. Η διεύρυνση του πεδίου των γνώσεων συνδέεται με νέες δυνατότητες για τη γενική μόρφωση του ανθρώπου, που μπορεί να απαλλαχτεί από την εγκυκλοπαιδική συσσώρευση γνώσεων -δουλειά που σε μεγάλο βαθμό μπορεί να την αναλάβει σήμερα κι η μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή- και να συγκεντρωθεί στις πιο γενικές τους συσχετίσεις και στην εφαρμογή τους στη ζωή και στην κοινωνία, στην κατανόηση των γενικότερων νόμων της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης, στην ενιαία διαλεκτική θεώρηση της ίδιας της γνώσης. Η γενική θεώρηση του κόσμου είναι όχι μόνο δυνατή αλλά κι απαραίτητη για τον καθένα, και για τις εξειδικευμένες πανεπιστημιακές σπουδές. Η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή κι η τεχνολογία, ακριβώς η γενικευμένη εφαρμογή της επιστήμης στην κοινωνία, που εγκαινιάστηκε με τη βιομηχανική επανάσταση, θέτει το ερώτημα όχι μόνο στις κοινωνικές αλλά και στις λεγόμενες θετικές επιστήμες: ποιο σκοπό και ποιο κοινωνικό συμφέρον υπηρετούν. Ο επιστήμονας έχει ανάγκη από συνείδηση της θέσης του μέσα στον κόσμο αλλά κι ο επιστημονικός τρόπος προσέγγισης έχει ανάγκη από γενική επιστημονική μεθοδολογία πέρα από τις ειδικές επιστημονικές μεθόδους, καθώς όσο βαθαίνει η ειδίκευση, τόσο μεγαλώνει η διαπλοκή μεταξύ των επιστημών και ξεπροβάλλει η ανάγκη της συνεργασίας, της συλλογικότητας και του κοινωνικού ελέγχου. Αν αυτό ισχύει για το πανεπιστήμιο και την ερευνητική δουλειά πολύ περισσότερο ισχύει για το βασικό σχολείο. Το σχολείο δεν πρέπει να πνίγει τους μαθητές στο πέλαγος από τις καινούριες και δευτερεύουσες για τη βασική εκπαίδευση γνώσεις. Κι αν παύει να είναι απλή αποθήκη των γνώσεων και των πληροφοριών, τώρα που το επίπεδο της επιστημονικής γνώσης είναι υψηλό κι αδύνατο ο μαθητής όλα να τα μάθει, έχει όμως ακόμα μεγαλύτερο ρόλο, να βοηθήσει τον άνθρωπο να διαμορφώσει κριτήριο για να επιλέγει, μέσα στον καταιγισμό των πληροφοριών, το θησαυρό της αληθινής γνώσης από τη σαβούρα, και παράλληλα να οργανώσει και την ίδια την προσωπικότητά του σε σύνολο οργανικά συγκροτημένο, που να εξασφαλίζει τη συναισθηματική και βουλητική του ισορροπία. Η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί επομένως να περιορίζεται στην εκμάθηση κάποιων τεχνικών και στην απόκτηση κάποιων έξεων. Υπάρχει ένας πολιτισμός, υλικός και πνευματικός, κι η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι μαζί προϊόν και δημιουργός αυτού του πολιτισμού. Περιορίζοντας τον άνθρωπο στην κατάρτιση που παρουσιάζεται σαν το μεγάλο, τάχα, ζητούμενο της εποχής μας, τον απογυμνώνουν απ’ όλον τον πλούτο, από την κοινωνική του υπόσταση, του θέτουν ημερομηνία λήξης. Τον υποβιβάζουν σε αυτόματο που έχει προγραμματιστεί για την εκτέλεση ορισμένου αριθμού πράξεων.

Σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της Βασικής Εκπαίδευσης δεν επιζητούμε απλά μια νομοθετική θέσπισή της. Γνωρίζουμε ότι και τη σημερινή 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση την έχει εγκαταλείψει ο ένας στους πέντε νέους. Εμείς εννοούμε την υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει αυτήν την εκπαίδευση δωρεάν μέσα από κρατικά σχολεία και να την εξασφαλίζει με παράλληλα μέτρα, που σχετίζονται με την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, με τη δουλειά των εφήβων, την οικονομική ενίσχυση της φτωχής οικογένειας. Η ενίσχυση κι η αναδιάθρωση της νυχτερινής εκπαίδευσης είναι απαραίτητη για όσο διάστημα το πρόβλημα της αμάθειας του ελληνικού πληθυσμού υπάρχει, γιατί έρχεται να αντιμετωπίσει τον αναλφαβητισμό, παρέχοντας μόρφωση μέσα από κανονικά σχολεία κι όχι από ψευτοπρογράμματα, σαν αυτά των “σχολείων της δεύτερης ευκαιρίας”.

Τέλος, θέλουμε να διευκρινίσουμε το θέμα της δωδεκάχρονης διάρκειας των σπουδών της βασικής εκπαίδευσης. Πριν φτάσει στη Βασική Εκπαίδευση το παιδί θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την προσχολική του αγωγή, που πρέπει να είναι δίχρονη υποχρεωτική και να εξασφαλίζεται μέσα από κρατικό δημόσιο σύστημα παιδικών κέντρων. Ύστερα, δε ζητάμε μόνο να επιμηκυνθεί χρονικά η Υποχρεωτική εκπαίδευση. Αν αρκούμασταν σ’ αυτό, να προσθέσουμε δηλαδή ένα 6χρονο Δημοτικό , ένα 3χρονο Γυμνάσιο, κι ένα Λύκειο, θα σήμαινε ότι δεν έχουμε καταλάβει την ουσία του θέματος (ή ότι κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε). Η απαίτηση της εποχής μας για διεύρυνση της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική. Γενική υποχρεωτική εκπαίδευση σημαίνει την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τα μέσα σε όλα τα παιδιά του λαού να πάρουν σε όμοιες συνθήκες ουσιαστική κι ολόπλευρη μόρφωση. Η ουσία είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για Δημοτική ή Πρωτοβάθμια εκπαίδευση και για Δευτεροβάθμια. Η έννοια της δημοτικής εκπαίδευσης εφαρμόστηκε σαν μια διάκριση ταξική, σήμαινε την εκπαίδευση του “δήμου”, δηλ. του φτωχού λαού. Το Γυμνάσιο κι αργότερα το Λύκειο είχαν άλλους σκοπούς. Αν η Βασική Εκπαίδευση έχει ένα σκοπό- που για να τον υπηρετήσει γίνεται δωδεκάχρονη- δεν μπορεί παρά να παρέχεται μέσα από ΕΝΙΑΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.

Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα