Οι εξελίξεις στην Ευρώπη μετά τη διακυβερνητική. Μύθος και πραγματικότητα

Τα αποτελέσματα της διακυβερνητικής στο Αμστερνταμ

Του Δημήτρη Γόντικα

Αν επιχειρήσουμε να περιγράψουμε το κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης - μετά τη Διακυβερνητική του Αμστερνταμ, σε σύγκριση με το 1992, πέντε χρόνια πριν, όταν υπογράφονταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ - μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κλίμα βαθιάς ανησυχίας ή ακόμα και πανικού.

Οι ανησυχίες τους δεν προέρχονται τόσο από την αποτυχία να βρουν λύσεις στο κεντρικό πρόβλημα, που είναι η πολιτική Ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), όσο αν θα μπορέσουν στο μέλλον να δώσουν λύσεις χωρίς τον κίνδυνο εκρηκτικών καταστάσεων μεγάλης κλίμακας.

Η εμπλοκή αυτή έχει να κάνει με τη συσσώρευση μεγάλων αντιθέσεων στο εσωτερικό των χωρών-μελών και τον οξύτατο ανταγωνισμό τόσο ανάμεσα στις ισχυρές χώρες της ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Οι ανησυχίες τους ακόμα δεν προέρχονται τόσο γιατί έχουν συσσωρευτεί εκρηκτικά προβλήματα όπως αυτό της ανεργίας και της φτώχειας, όσο από το γεγονός ότι τα φαινόμενα αυτά δεν μπορούν να ελεγχθούν και στο άμεσο μέλλον θα πάρουν διαστάσεις πρωτοφανείς με απρόβλεπτες συνέπειες.

Συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματικότητα, αντιλαμβάνονται πως γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεγελούν την εργατική τάξη, τους λαούς, τους νέους με παραμύθια. Αντιλαμβάνονται πως το ογκούμενο κύμα κατά της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των πολιτικών της δεν είναι και τόσο εύκολο να αντιστραφεί. Και η ανησυχία τους γίνεται ακόμα μεγαλύτερη γιατί δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση να προσφέρουν και οι σοσιαλδημοκράτες και οι λεγόμενες συντηρητικές δυνάμεις, παρά μόνο τη συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής. Μια πολιτική που θα προσθέτει σα χιονοστιβάδα νέα προβλήματα.

Οσο και αν προσπαθούν να στριμώξουν το εργατικό κίνημα στην παγίδα του "κοινωνικού διαλόγου", όσα αποτελέσματα και αν πετύχουν σε αυτό τον τομέα, χάρις στην ξεδιάντροπη στάση των ηγεσιών των συνδικάτων, δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντιστρέψουν την πραγματικότητα που οδηγεί στο βάθεμα της διαίρεσης της Ευρώπης σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Το στρατόπεδο του κεφαλαίου και του πλούτου από τη μια μεριά, το στρατόπεδο της εργασίας και της φτώχειας από την άλλη και την αναπόφευκτη σύγκρουση.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι με την επικύρωση από όλους μαζί του "συμφώνου σταθερότητας", που διασφαλίζει μια διαρκή λιτότητα και περικοπές κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, ενσωματώθηκε γρήγορα-γρήγορα στη νέα Συνθήκη και η Συνθήκη Σένγκεν. Η πράξη αυτή, μαρτυρά με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο, την πρόθεσή τους να εντείνουν τον αυταρχισμό και την καταστολή.

Πρόκειται για εξέλιξη που επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο την πρόβλεψη του Λένιν όταν τέθηκε για πρώτη φορά το σύνθημα για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης το 1915.

"Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις "προηγμένες" και "πολιτισμένες" αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς αυτές είτε απραγματοποίητες είναι, είτε αντιδραστικές".

Η ΕΕ όργανο στην υπηρεσία των πολυεθνικών

Οσοι σήμερα επικαλούνται ως κύρια πηγή των δυσκολιών και των προβλημάτων της ΕΕ τους υψηλούς δήθεν δείκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συγχέουν, στην καλύτερη περίπτωση, τα μέσα με την ουσία των στρατηγικών στόχων και επιδιώξεων του κεφαλαίου και ειδικά του γερμανικού. Οπως, επίσης, παραπλανούν συνειδητά τους λαούς όταν προβάλλουν το πέρασμα στην ΟΝΕ ως σημείο στροφής προς την πρόοδο και την ευημερία της Ευρώπης.

Παραθέτουμε τα εξής αποκαλυπτικά στοιχεία, που δείχνουν πολύ συγκεκριμένα τις κύριες επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού, και την πραγματική ουσία των διεργασιών και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στοιχεία, που εκτός των άλλων, φωτίζουν πιο δυνατά τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ και δείχνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι η ΕΕ δεν έχει καμμιά σχέση με την κοινωνική πρόοδο και τις ανάγκες των λαών.

Ο Χ. Κολ δήλωσε στις 30.1.΄91:

"Η Γερμανία έχει κλείσει το κεφάλαιο της ιστορίας της. Στο μέλλον, μπορεί να διεκδικεί για τον εαυτό της θέση παγκόσμιας δύναμης και θα πρέπει να την ολοκληρώσει".

Το 1995 οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις έφτασαν συνολικά το ποσόν των 329.700.000.000 γερμανικών μάρκων. Το 51% από αυτές στην περιοχή της ΕΕ και το 21% στις ΗΠΑ.

Το Ινστιτούτο Ερευνας της Οικονομίας (IFO) του Μονάχου σε έκθεσή του το 1992 υπογραμμίζει:

"Η μεγάλη εξαγωγή κεφαλαίων από τη Γερμανία δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως εκδήλωση αδυναμίας της γερμανικής παραγωγικής βάσης. Είναι μάλλον μια εκδήλωση της δύναμης της γερμανικής βιομηχανίας η οποία εξαιτίας της αποδοτικότητας και της χρηματιστικής ισχύος είναι σε θέση να βελτιώσει την ανταγωνιστική της θέση στην αγορά μέσω της ανάληψης ξένων επιχειρήσεων". Την ίδια στιγμή η ανεργία στη Γερμανία και τις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην ιστορία της ΕΕ.

Στη βάση αυτών των εκτιμήσεων και επιδιώξεων είναι φανερό γιατί οι Γερμανοί ιδιαίτερα θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα τη δημιουργία της ΟΝΕ με την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το κοινό νόμισμα. Η ηγεμονική Γερμανική πολιτική θα ενισχυθεί παραπέρα. Το Εύρω θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής ζώνης μάρκου, με προσαρμογή του Γαλλικού φράγκου, απέναντι στο δολάριο και τον υπόλοιπο κόσμο, όπου το Γερμανικό κεφάλαιο θα παίζει καθοριστικό ρόλο.

Αλλά και ο γνωστός γάλλος σοσιαλιστής Ζακ Ντελόρ προειδοποιεί ότι "δεν έχουμε μαγικό ραβδί για την ανεργία", πράγμα που μας επιτρέπει να πούμε και εμείς ότι έχουν όμως τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι σοσιαλιστές μαγικό ραβδί για τα κέρδη της πλουτοκρατίας της χώρας τους και τα προνόμια της διεθνούς πλουτοκρατίας.

Στην ίδια κατεύθυνση εξελίσσονται και οι αντιλήψεις για την εξωτερική πολιτική. Σε δήλωση της Χριστιανοδημοκρατικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας, την 1.9.΄94, αναφέρεται:

"Ο χειρισμός της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας της ΕΕ πρέπει να εκπληρώνεται στη βάση μιας στρατηγικής αντίληψης".

Ως πρωταρχικά πεδία αυτής της στρατηγικής θεωρούνται:

Κοινή πολιτική για σταθεροποίηση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και η ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσία στη βάση ενός συνεταιρισμού, μια κοινή πολιτική στο χώρο της Μεσογείου, η ανάπτυξη ενός στρατηγικού συνεταιρισμού με την Τουρκία και ο νέος προσανατολισμός προς τις υπερατλαντικές σχέσεις.

Ποιός μπορεί να αμφισβητήσει στα σοβαρά ότι πρόκειται για βασικούς στόχους του Γερμανικού ιμπεριαλισμού στη σημερινή φάση της ιμπεριαλιστικής πάλης για την αναδιανομή του κόσμου;

Η τρίτη αυτή επέκταση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, σαν ηγεμονική ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη, δεν στηρίζεται μόνο σε οικονομικά και πολιτικά μέσα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά και στη χρήση της στρατιωτικής δύναμης.

Η ανάπτυξη και ενίσχυση της ΔΕΕ για τη Γερμανία είναι επίσης στρατηγικός στόχος. Η δε Μπούντεσβερ θα έχει αποφασιστικό βάρος σε συνεργασία με τη γαλλική πυρηνική δύναμη.

Η όξυνση των αντιθέσεων μέσα στη Γερμανία (διόγκωση ανεργίας κλπ.) δεν θα αναστείλει την τάση αυτή του Γερμανικού κεφαλαίου.

Οι Γερμανοί βιομήχανοι δήλωσαν πρόσφατα στο Ινστιτούτο ΙFO του Μονάχου, ότι υπολογίζουν ως το 2001, ετήσια αύξηση του τζίρου τους κατά 4%, ετήσια μείωση της απασχόλησης κατά 1,3% κατά μέσο όρο και ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 4%. Ομως παρά τα κέρδη τους δεν θα αυξήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις στο εσωτερικό λόγω της μείωσης της ζήτησης και της αύξησής της στο εξωτερικό. Παρά το γεγονός ότι η ανεργία στη Γερμανία έχει φτάσει στο 12,5%, οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι όσο παραμένουν σε υψηλά επίπεδα οι εξωμισθολογικές επιβαρύνσεις της εργασίας, θα συνεχίσουν τη μείωση του προσωπικού και τη μεταφορά επιχειρήσεων.

Ο συμβιβασμός που επικράτησε στο Αμστερνταμ δεν φαίνεται να αναστέλλει αυτή την τάση κυριαρχίας του Γερμανικού κεφαλαίου. Είναι μάλλον βέβαιο ότι θα οξύνει παραπέρα τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό στα πλαίσια της ΕΕ, αλλά και παγκόσμια για το μοίρασμα της πίτας σε βάρος των εργαζομένων.

Το πρόβλημα βεβαίως δεν μπορεί να φορτώνεται μόνο στην ηγεσία της Γερμανίας, ούτε μόνο στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, από τη στιγμή που η συναίνεση "φιλελεύθερων" και σοσιαλιστών-σοσιαλδημοκρατών και "νεοαριστερών" είναι πασιφανής. Οχι μόνο γιατί ψήφισαν από κοινού τις συνθήκες, αλλά γιατί ενδιαφέρονται να στηρίξουν και να ανανεώσουν το σημερινό σύστημα. Γιατί πια και στα λόγια διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στις αρχές και τις αξίες του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τον τίτλο "σοσιαλιστής" ή μη. Η ιδεολογική προσέγγισή τους έως και ταύτιση στα βασικά είναι ο μοχλός της πολιτικής τους προσέγγισης. Η "σοσιαλιστική άνοιξη" που εξάγγειλε ο κ. Σημίτης ύστερα από τις βρετανικές και γαλλικές εκλογές, δεν πρόκειται να έλθει. Αντίθετα, όσο οι σημερινοί συσχετισμοί παραμένουν, η καπιταλιστική βαρβαρότητα θα παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο.

Μεταμορφώσεις της Σοσιαλδημοκρατίας - Βασική αντίθεση του ΚΚΕ
Το πρόβλημα της ανεργίας σήμερα - Κύρια χαρακτηριστικά της
Μερική προσωρινή απασχόληση
Οι προτάσεις του ΚΚΕ

Επόμενη σελίδα