Γ/ Το περιεχόμενο του σχολείου:
Αναπροσανατολισμός, αναδιάρθρωση, ανανέωση κι επέκταση του προγράμματος
Η δημιουργία ενός Ενιαίου Δωδεκάχρονου Βασικού Σχολείου περνά μέσα από τη ριζική αλλαγή του περιεχομένου, ξεκινώντας από τον αναπροσανατολισμό του. Το όλο πρόγραμμα και το κάθε μάθημα χωριστά πρέπει να προσανατολιστεί προς το σκοπό του νέου σχολείου, να συμβάλει στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση σταθερής και δημιουργικής προσωπικότητας. Αυτό προϋποθέτει συνολική αναδιάρθρωση, ριζική ανανέωση και ουσιαστική επέκταση του προγράμματος.
Αναζητώντας το περιεχόμενο του σχολείου από την άποψη της Βασικής Εκπαίδευσης, υπογραμμίζουμε την αντίθεσή μας στη “σύγχρονη εκπαιδευτική” τάση που θέλει το σχολείο να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, με το πρόσχημα των επιστημονικών και τεχνολογικών αλλαγών. Η αντίληψη αυτή οδήγησε στην πρακτική της απλής πρόσθεσης ύλης ή νέων μαθημάτων. Αυτό όχι μόνο οξύνει τα προβλήματα διδακτικού χρόνου και ωρολογίου προγράμματος αλλά κυρίως αποτελματώνει το όλο περιεχόμενο των παραδοσιακών μαθημάτων Γενικής Εκπαίδευσης, διατηρώντας τον αναχρονισμό της βασικής ύλης και την αποσπασματικότητά της.
Πιστεύουμε ότι το πρόγραμμα του σχολείου πρέπει να συγκεντρώνεται στον κύριο σκοπό της βασικής εκπαίδευσης, τη διάπλαση της προσωπικότητας. Κι άρα οφείλει να κρατά την κύρια υπόσταση της Γενικής Εκπαίδευσης και να την ανανεώνει, αναπροσαρμόζοντας όταν χρειάζεται συνολικά το περιεχόμενό της. Έτσι, για παράδειγμα, η περιβαλλοντική αγωγή μπορεί να εμπεριέχεται στα μαθήματα της βιολογίας, γεωγραφίας, αισθητικής και φυσικής αγωγής, η σεξουαλική αγωγή και η αγωγή της υγείας στα μαθήματα της βιολογίας και της φυσικής αγωγής. Θεμελιώδη ζητήματα για την κατανόηση του σημερινού κόσμου και την τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν θα εξετάζονταν από κοινού, με την αλληλεξάρτηση των μαθημάτων, κι άρα χωρίς μονομέρειες, επικαλύψεις κι υπερβολές. Εκσυγχρονίζοντας , για παράδειγμα, το μάθημα της φυσικής, ο μαθητής θα διαπίστωνε ότι οι σύγχρονες φυσικές γνώσεις δεν αναιρούν τους νόμους της κλασικής φυσικής (σ’ αυτή άλλωστε στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των εφαρμογών της φυσικής στην τεχνολογία, την ιατρική , τη γεωργία κλπ ) αλλά μόνο δείχνουν τα όρια της ισχύος και της εφαρμογής τους. Θα δυνάμωνε έτσι η αισιοδοξία του νέου ανθρώπου για τις μελλοντικές δυνατότητες της επιστήμης και η βεβαιότητά του για τη δύναμη του ανθρώπινου λογικού.
Το πρόγραμμα του σχολείου έχει επίσης ανάγκη από αναδιάρθρωση τέτοια που θα το απαλλάξει από τις επικαλύψεις, που υπάρχουν από μάθημα σε μάθημα κι από βαθμίδα σε βαθμίδα, οι οποίες δεν αποτελούν μόνο άδικη σπατάλη δυνάμεων αλλά και ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργικότητα του νέου ανθρώπου. Το πρόβλημα δεν είναι απλά να αποκτήσει συνέχεια η διδασκαλία του κάθε αντικειμένου από τάξη σε τάξη, αλλά να υπάρξει σύνθεση στη διδακτική των διάφορων επιστημονικών κλάδων και μαθημάτων, ώστε το κάθε μάθημα να συγκεντρωθεί σε κείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν δημιουργικά στη διάπλαση της προσωπικότητας, μέσα από την ιδιαίτερη λειτουργία του και σύμφωνα με την πορεία της ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου. Έτσι, από τη μια αυξάνεται η συμβολή του κάθε μαθήματος στην ποιότητα του όλου προγράμματος και δημιουργείται η ανάγκη για συνεργασία των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων. Από την άλλη βελτιώνεται και το κάθε μάθημα ξεχωριστά, γιατί τονίζεται ακριβώς η συγκεκριμένη συνεισφορά του στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Με αυτό το κριτήριο θα επιλέγεται η ύλη και η μέθοδος και θα καθορίζεται η κύρια λειτουργία του κάθε μαθήματος, ώστε το πρόγραμμα να αποτελέσει ένα οργανωμένο όλο. Να πάψουν τα σχολικά μαθήματα να λειτουργούν αυτόνομα, το καθένα για λογαριασμό του, παρέχοντας ασυνάρτητα γνώσεις στην πλειοψηφία τους δευτερεύουσες ή και άχρηστες για τη βασική εκπαίδευση.
Το σχολικό πρόγραμμα έχει επίσης ανάγκη από πραγματική ανανέωση, που θα επιβάλλει επιστημονικό προσδιορισμό της διδακτέας ύλης. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτο, να απαλλαχτεί το σχολείο από δόγματα, ιδέες που δεν είναι αντικείμενο επιστημονικής μόρφωσης, όπως είναι, για παράδειγμα, το μάθημα των θρησκευτικών. Η κατάργηση του μαθήματος κι η αντικατατάστασή του από θρησκειολογική ενημέρωση στο πλαίσιο της διδασκαλίας της ιστορίας του πολιτισμού- στην κατεύθυνση του χωρισμού κράτους-εκκλησίας και της ελευθερίας της συνείδησης- είναι ιστορικά υπερώριμο αίτημα που σε άλλες χώρες λύθηκε από τον 18ο αιώνα. Δεύτερο, πρέπει το πρόγραμμα να περιλάβει εκείνες τις ιδέες που βρίσκουν την έκφρασή τους στη σύγχρονη ζωή. Το περιεχόμενο όλων των μαθημάτων σήμερα έχει το χαρακτήρα “της γνώσης για τη γνώση”, που εκφράζεται κύρια με την αποσπασματικότητα και το φορμαλισμό. Με τον τρόπο αυτό η παρεχόμενη γνώση δεν ανταποκρίνεται στη ζωντανή πραγματικότητα, δεν αντανακλά την ουσία των φαινομένων. Έτσι, οι νέοι μαθαίνουν να μένουν στην επιφάνεια των αναζητήσεων της αλήθειας για τον πραγματικό κόσμο, για να κρατούνται αύριο, ως εργάτες ή επιστήμονες, μακριά από τα ουσιαστικά ζητήματα της κοινωνίας, της οικονομίας, της ιδεολογίας. Το ζητούμενο είναι το πρόγραμμα να αποκτήσει εσωτερική ενότητα κι αντί για τη σύγχυση και το σχετικισμό, να επικεντρώσει σε εκείνες τις βασικές γνώσεις και μέθοδες που είναι απαραίτητες στους νέους για να οικοδομήσουν επιστημονική κοσμοαντίληψη και βιοθεωρία.
Τέλος το πρόγραμμα έχει ανάγκη από επέκταση όχι μόνο αντικειμένου αλλά και χρονικής διάρκειας. Σήμερα επέκταση του προγράμματος, επιχειρούν, με την έννοια της χρονικής επιμήκυνσης της λειτουργίας, χωρίς να αγγίζουν την ποιότητα του σχολείου, που παραμένει ίδια και χειρότερη. Το περίφημο μάλιστα ολοήμερο σχολείο, στην ουσία του είναι χρόνος παραμονής και φύλαξης των παιδιών στο σχολικό κτίριο -συχνά επί πληρωμή. Το πρόγραμμα πραγματικά έχει ανάγκη από επέκταση όχι μόνο αντικειμένου αλλά και χρονικής διάρκειας. Προϋποθέτει όμως την αντιμετώπιση της διδακτιριακής στενότητας και της έλλειψης προσωπικού πάντα στο πλαίσιο της ενίσχυσης της δωρεάν και δημόσιας παιδείας. Και το κυριότερο, η επέκταση του χρόνου στο ωρολόγιο πρόγραμμα έχει κάποια όρια και πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με την αναδιάρθρωση και την ανανέωση του προγράμματός του. Το πρόγραμμα μπορεί να περιλάβει μια σειρά από δραστηριότητες, που σήμερα τοποθετούνται στις εκτός προγράμματος δραστηριότητες κι είναι συμπληρωματικές, ενώ θα’ πρεπε να αποτελούν στοιχείο της διαπαιδαγωγητικής διαδικασίας (αθλητικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, ξένη γλώσσα κλπ). Έτσι το σημερινό σχολείο εκσφενδονίζει τη δημιουργική διάθεση και συλλογική δραστηριότητα έξω από το πρόγραμμα του σχολείου σε διάφορα επιλεκτικά προγράμματα, ενώ στη συνέχεια η εντατικοποίηση του λυκείου αποτελεί κυριολεκτικά μια ψυχοφθόρα διαδικασία, που δεν επιτρέπει καμιά δραστηριότητα πέρα από την προετοιμασία για τις εξετάσεις και τον ατομικό ανταγωνισμό . Στο σχολικό πρόγραμμα η αισθητική και φυσική αγωγή, κατατάσσεται τελευταία στη λίστα των ενδιαφέροντων του, ως ξεχωριστά και δευτερεύοντα μαθήματα. ΄Όμως, το πρόγραμμα χρειάζεται να υπηρετήσει την κοινωνική, συναισθηματική και ηθική καλλιέργεια της προσωπικότητας και την αρμονική διάπλαση των νέων ανθρώπων και σ’ αυτό συμβάλλουν τόσο η διανοητική και αισθητική αγωγή όσο και η φυσική αγωγή.
Γ.1. Το γνωστικό περιεχόμενο
Το σχολείο πρέπει να θέσει τις απαραίτητες επιστημονικές βάσεις για να αποκτήσουν όλοι οι νέοι γενική επιστημονική θεώρηση της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας και κει πάνω να οικοδομήσουν την ιδεολογική τους τοποθέτηση, να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους μέσα στον κόσμο κι απέναντι στη ζωή.
Σήμερα όλα τα μαθήματα χαρακτηρίζονται από την αποσπασματικότητα και το φορμαλισμό. Με τον τρόπο αυτό η παρεχόμενη από το σημερινό σχολείο γνώση δεν ανταποκρίνεται στη ζωντανή πραγματικότητα κι έτσι το σύνολο μένει νεκρό, είτε πρόκειται για την κλασική παράδοση είτε ακόμη για τις νεώτερες επιστημονικές ανακαλύψεις. Ο ιδεαλισμός κυριαρχεί. Η διδασκαλία των φυσικών και κοινωνικών επιστημών αντιμετωπίζεται σαν μια τελείως διαφοροποιημένή γνωστική διαδικασία, σάμπως η αναζήτηση γενικών νόμων και κανόνων, η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας μέσα από την παρατήρηση και τη δοκιμασία στην πράξη, να μπορούσε να περιοριστεί στα φυσικά φαινόμενα. Η διδασκαλία των θετικών επιστημών αποϊδεολογικοποιείται, ενώ παράλληλα οι κοινωνικές επιστήμες μετατρέπονται σε καθαρή προπαγάνδα των αστικών αντιλήψεων με τη μορφή των άκριτων ιδανικών (ο “ευρωπαϊκός πολιτισμός” της ΕΕ, η οικονομία της αγοράς κι ο “σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο”, η “κοινωνική αλληλεγγύη” και συναίνεση αντί της πάλης των τάξεων).
Αν το σχολείο δεν μαστιζόταν από τη ιδεολογική μεροληψία της άρχουσας τάξεις, θα μπορούσε να προσφέρει τις βασικές γνώσεις, για να προσεγγίσουν οι νέοι άνθρωποι επιστημονικά τον κόσμο και τη ζωή τους. Θα καλλιεργούσε με το σύνολο των μαθημάτων τη συνείδηση της γνωσιμότητας του κόσμου στην ολότητά του, τη γενική του θεώρηση στην ενότητά του και τελικά την υλικότητά του. Η ενότητα του προγράμματος κι η σπειροειδής ανάπτυξη της ύλης σε κύκλους ανάλογα με την πορεία ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου θ’ ακολουθούσε την ίδια τη διαλεκτική πορεία της γνώσης, από τη ζωντανή θεώρηση στην αφηρημένη νόηση κι από κει στην πράξη.
Αντί το σχολείο να ασχολείται με τη συσσώρευση και την κατάταξη επιστημονικών γνώσεων και κατά συνέπεια την αποσπασματική κι επιλεκτική αφομοίωσή τους θα συγκέντρωνε την προσοχή του σε κείνα τα στοιχεία, που είναι απαραίτητα, για να διαμορφώσει σταδιακά ο νέος προσωπικότητα ικανή για κριτική σκέψη και κοινωνική πράξη.
Τα κύρια στοιχεία του γνωστικού περιεχομένου του σχολείου είναι:
α) Η σωστή και πλήρης γνώση της γλώσσας και των τρόπων και των μεθόδων της μαθηματικής σκέψης.
β) Η γνώση της φύσης , δηλαδή των φυσικών φαινομένων που συναντούμε στη ζωή, και η αναγωγή τους σε φυσικές νομοτέλειες
γ) Η γνώση της κοινωνίας και του πολιτισμού, η γνώση δηλαδή της ιστορίας του ανθρώπου, μέσα από τα συγκεκριμένα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και την αναγωγή τους στους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
Σκοπός της διδασκαλίας της γλώσσας και των μαθηματικών είναι, σε σύνδεση με τα υπόλοιπα μαθήματα, να βοηθήσει τον νέο άνθρωπο να κατανοήσει το ανθρώπινο λογικό και να μάθει ο ίδιος να σκέφτεται διαλεκτικά. Κι η συνεισφορά τους σ’ αυτό είναι πρακτική και σημαντική, αφού οι μαθητές μαθαίνουν να ελέγχουν τα εργαλεία της νόησης, μέσα από τη γνώση της μητρικής τους γλώσσας και της διεθνούς γλώσσας της επιστήμης, όπως λέγονται τα μαθηματικά. Σήμερα, περιοριζόμαστε συχνά στη χρήση αυτών των εργαλείων σε στοιχειώδες επικοινωνιακό επίπεδο, ενώ στο λύκειο η διδασκαλία των μαθημάτων αφαιρείται τελείως από την πραγματικότητα και κινδυνεύει να καταλήξει σε βερμπαλισμό και σχολαστικισμό.
Το θέμα της γλώσσας το θέσαμε πρώτο. Η κατάκτηση της γλώσσας, που είναι μέσο επικοινωνίας με το περιβάλλον, θα πρέπει να ξεκινά με τον προφορικό και στη συνέχεια το γραπτό λόγο. Το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα, γραπτή και προφορική, ως μέσο κοινωνικοποίησης, μέσο για να γνωρίσει τον κόσμο και την ιστορία του. Εδώ τοποθετείται η μελέτη της λογοτεχνίας, της ιστορίας και της τέχνης. Σταδιακά, όμως, θα πρέπει να αναπτύσσεται η κατανόηση της γλώσσας, σαν όργανο σκέψης και συνειδητής επίδρασης στο περιβάλλον, να ξεδιπλώνεται η δυνατότητα ανεξάρτητης και δημιουργικής σκέψης. Δυστυχώς στη νεοελληνική παράδοση τα μαθήματα αδειάζονται από το δημιουργικό τους περιεχόμενο (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διδασκαλία της ζωντανής νεοελληνικής γλώσσας μέσω των αρχαίων ελληνικών).
Ιδιαίτερα στις τελευταίες τάξεις, η διδασκαλία της γλώσσας πρέπει να κατατείνει να αναπτύξει στο έπακρο τις επικοινωνιακές δυνατότητες και προπαντός τις δυνατότητες της σκέψης. Η γνώση της γλώσσας εδώ είναι το πραπαιτούμενο για τη σωστή γλωσσική εργασία και βασικός στόχος της διδασκαλίας είναι να κάνει συνειδητή τη χρήση και τη δύναμη της γλώσσας σαν όργανο όχι παθητικής αντανάκλασης αλλά και επίδρασης στο περιβάλλον.
Έτσι το βάρος θα δοθεί στην επεξεργασία κειμένων. Τα κείμενα πρέπει να λειτουργούν ως “δείγματα γραφής του ώριμου”, όχι όμως ως υποδείγματα αλλά για την ανάπτυξη της κριτικής διάθεσης και στάσης. Το κείμενο έχει ένα ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο, γράφτηκε για κάποιο σκοπό. Ύστερα εδώ δε θα περιοριστούμε στο μάθημα της λογοτεχνίας. Η γλώσσα δεν είναι μόνο λογοτεχνία, αλλά ούτε και απλή επικοινωνιακή ανάγκη. Είναι και επιστήμη, θεωρητική και πρακτική, είναι βασική φιλοσοφική έρευνα, αλλά και εφαρμοσμένη επιστήμη, που μπορούμε να την ονομάσουμε τεχνολογία. Είναι ο λόγος των επί μέρους επιστημών, αλλά αυτό πάει πέρα από τη γλώσσα της λογοτεχνίας. ΄Ετσι μια γραμματολογική διδασκαλία που καλύπτει όλες τις μορφές της γλώσσας θα πρέπει να ανοίγει το μάθημα της γλώσσας στις τελευταίες τάξεις και από κει και πέρα ακολουθεί η διδασκαλία των αντιπροσωπευτικών κειμένων σε κάθε τομέα της γλωσσικής εργασίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί αλλά και να λυθεί το πρόβλημα της αποσπασματικότητας. Η διδασκαλία του αντιπροσωπευτικού δείγματος (ή αποσπάσματος) είναι απαραίτητη. Αλλά και η μελέτη του εξεταζόμενου κειμένου στο σύνολό του να ολοκληρώνει τη μελέτη.
Ένα πρόβλημα που συνδέεται με τη μητρική γλώσσα είναι η διδασκαλία της “ξένης” γλώσσας και φιλολογίας. Η υποχρεωτική εκμάθηση και η πιστοποίηση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας, και η δυνατότητα από κάποια ηλικία και δεύτερης, μέσα από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα είναι παραπάνω από κάποιο απαραίτητο προσόν. Όταν δεν περιορίζεται σε ένα χρηστικό-επικοινωνιακό επίπεδο αλλά αντιμετωπίζεται ουσιαστικά σαν όργανο άμεσης επικοινωνίας και δημιουργικής επαφής με τους πολιτισμούς άλλων λαών, είναι πολύτιμη για την καλλιέργεια και τη διεθνιστική συνείδηση του νέου ανθρώπου. Τι γίνεται σήμερα είναι μια άλλη ιστορία, καθορισμένη από τις ανάγκες της “εργασιακής κινητικότητας” και της ιμπεριαλιστικής υποκουλτούρας.
Ως προς τα μαθηματικά, ξεκινάμε από το να μάθει το παιδί να λογαριάζει, να κρίνει και να συγκρίνει και προχωράμε στο να συλλαμβάνει τις μαθηματικές έννοιες και σχέσεις κάθε μορφής και κατηγορίας, που εκφράζουν με αφηρημένο τρόπο τις σχέσεις ανάμεσα σε φαινόμενα του υλικού μας κόσμου. Να μπορεί να λύνει προβλήματα σε συγκεκριμένη ή αφηρημένη κατάσταση, να μπορεί να κατηγοριοποιεί τα πράγματα, τις έννοιες και τις καταστάσεις. Εδώ θα προσθέσουμε μερικά πράγματα ακόμη που δεν αναιρούν αλλά προεκτείνουν το θέμα.
Τα μαθηματικά θεωρούνται δύσκολη δουλειά κι οι μαθητές τα φοβούνται και σε τελευταία ανάλυση αποτυχαίνουν σ’ αυτά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στα άλλα μαθήματα και σ’ άλλες επιστήμες. Η δυσκολία τους δε βρίσκεται στα ίδια τα μαθηματικά αλλά στον τρόπο που τα κακοποιεί το σημερινό σχολείο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη γλώσσα, που τα παιδιά δεν μπορούν να τη μάθουν. Τα προβλήματα που συναντάει ο δάσκαλος των μαθηματικών σήμερα θεωρούμε ότι είναι πολύ σοβαρά.
Αν και τα μαθηματικά είναι η γλώσσα των επιστημών της θετικής κατεύθυνσης, τα μαθηματικά διδάσκονται ανεξάρτητα από τις φυσικές επιστήμες. Η διαμόρφωσή τους σε ιδιαίτερο λογικό σύστημα, που διαμορφώνεται σε ξεχωριστό μαθησιακό πεδίο, έχει βέβαια τη μεγάλη παιδευτική του αξία, αλλά προαπαιτεί αυξημένη αφαιρετική ικανότητα, αντιστρεψιμότητα της σκέψης και παραστατική δύναμη, που όσο κι αν πειραματικές έρευνες δείξανε πως υπάρχουν από μια στιγμή και πέρα, δεν είναι όμως καλλιεργημένες γενικά και για όλους στο βαθμό που το απαιτεί η λειτουργία της επιστήμης. Τα παραπάνω πρέπει να τα δούμε σε συνδυασμό με τις γενικότερες ελλείψεις λειτουργίας του σχολείου και τις ταξικές ανισότητες που το παιδί φέρνει πικρή προίκα στο σχολείο, καθώς και την παντελή έλλειψη παιδαγωγικής προετοιμασίας των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα μαθηματικά, με συνέπεια η διδασκαλία να λειτουργεί ισοπεδωτικά για τη σχολική τάξη και να μη συσχετίζεται με τις ατομικές διαφορές της ανάπτυξης των μαθητών.
Εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε εδώ είναι ότι η μαθηματική παιδεία δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από τη ζωή. Τα μαθηματικά σα γνωστικό πεδίο μέσα στο σχολικό χώρο μπορούν να έχουν επιτυχία σε συνάρτηση με τις φυσικές επιστήμες, που μπορούν να εμπνεύσουν αλλά και να δημιουργήσουν κίνητρα για την προώθηση και την επιτυχία τους. Κάτι που έγινε στο παρελθόν με την ανάπτυξη της αριθμητικής, που η σύνδεσή της με τις πρακτικές της αστικής εμπορικής δραστηριότητας έδωσε τη δυνατότητα να λειτουργήσει ο χώρος με περισσότερη επιτυχία. Πρέπει, λοιπόν, να εμπεδώνονται και να καταξιώνονται τα μαθηματικά μέσα από τις σύγχρονες εφαρμογές τους και την καταξίωσή τους στην κοινωνία. Πρέπει να χρησιμοποιούνται τα απαιτούμενα εποπτικά μέσα διδασκαλίας: τα γεωμετρικά όργανα, τα διάφορα μαθηματικά μοντέλα σε γραφικές παραστάσεις, οι Η/Υ άλλα κ.ά ασκήσεις και εφαρμογές, που δε σταματούν στην τάξη. Να μεταφέρουμε ένα μέρος της πρακτικής άσκησης στους χώρους, όπου η γνώση δένεται με τη ζωή και φαίνεται καθαρότερα η σχέση των μαθηματικών με τις ανάγκες των ανθρώπων.
΄Οσο κι αν η αφαίρεση μάς στερεί από χαρακτηριστικά των πραγμάτων οικεία στην καθημερινή ζωή, όμως η αφαίρεση, η σχηματοποίηση, η κωδικοποίηση και η ταξινόμηση μάς ανοίγουν τις δυνατότητες ακριβέστερης προσέγγισης των πραγμάτων και κατανόησης της πραγματικότητας. Φυσικά κάπου εδώ εμφωλεύει ο κίνδυνος των μαθηματικών ακροτήτων, που πολύ μεγάλη ζημιά έκαναν στην εκπαίδευση, δημιουργώντας απωθητικές τάσεις στα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά τα μαθηματικά, όχι απλά συλλειτουργούν με τις φυσικές επιστήμες , αλλά είναι το εργαλείο της επιστημονικής έρευνας και μαζί η έκφραση του επιστημονικού στοχασμού. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι μπορεί ν’ αναπτυχθεί η μαθηματική σκέψη και επιστήμη χωρίς τη δική της νομοτελειακή πορεία. Οι σπουδές των Μαθηματικών δεν πρέπει να αποβλέπουν απλά σε ποσοτική μάθηση μαθηματικών γνώσεων. Μια και θεωρούμε πως η παιδεία πρέπει να διαπλάθει περισσότερο παρά να πληροφορεί, πρέπει στα μαθήματα, να μπουν περισσότερο ουσιαστικές προτάσεις για εφαρμογές και λίγες για εμπέδωση της ύλης. Μια τέτοια εφαρμογή κι όχι κάτι αυτόνομο είναι και οι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές. Ακόμη στη διδασκαλία πρέπει να αναφέρονται και οι ιστορικές πηγές για τις μαθηματικές θεωρίες, για να γνωρίσουν οι νέοι την εξέλιξή τους, να ξανακάνουν την αργή πορεία, να ξαναζήσουν τις μακροχρόνιες προσπάθειες, τις αποτυχίες και τις προόδους που οδήγησαν στις σημερινές κατακτήσεις.
Τέλος, σημειώνουμε ότι η διδασκαλία της γλώσσας και των μαθηματικών , μέσα από την ιδιαίτερη γνώση κι άσκηση των οργάνων της νόησης, υποβοηθούν και τη γενική θεώρηση της γνώσης, των τρόπων και των νόμων του ανθρώπινου λογικού, συνδέονται δηλαδή με τη φιλοσοφική Γνωσιοθεωρία και Λογική.
ΓΝΩΣΗ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Είναι βέβαιο ότι ένας επαρκής μαθητής του ελληνικού σχολείου διαθέτει γνώσεις γύρω από το φυσικό κόσμο. Οι γνώσεις αυτές προέρχονται από την εργασία που γίνεται στο σχολείο, από τις πρώτες ήδη τάξεις , αλλά και από τους άλλους δρόμους πληροφόρησης, τα βιβλία, τα έντυπα κι ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, το περιβάλλον του κτλ. Εκείνο όμως που δεν έχει η γνώση αυτή, όπως συσσωρεύεται συνήθως ευκαιριακά, είναι η οργανική συγκρότηση. Δεν είναι οργανωμένη γνώση και δεν έχει σημείο αναφοράς, ώστε να σχηματίζει τη βάση μιας κοσμοθεωρητικής αντίληψης για τη ζωή.
Η σταθερή γνώση και κατανόηση εφαρμογής των βασικών φυσικών γνώσεων σε ευρύτερους τομείς της κοινωνικής ζωής και η γενικότερη ικανότητα για φυσική σκέψη και εργασία, κυρίως για παρατήρηση και πείραμα, πρέπει να είναι σκοπός της διδασκαλίας στο σχολείο.
Η επιστήμη αποτελεί το δρόμο, που έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα- με την παρατήρηση, τη διερεύνηση, την ταξινόμηση των γεγονότων και φαινομένων, με τη χρησιμοποίηση της αρχής του αίτιου και του αιτιατού- να διεισδύσει στους διάφορους τομείς του φυσικού κόσμου, ν’ ανακαλύψει την ενότητά του πίσω από την πολυμορφία του, ν’ αποκαλύψει τους νόμους που διέπουν την κίνηση και τη σχέση του ανθρώπου με αυτήν. Η επιστήμη επομένως είναι το μεγάλο άθλημα της ανθρώπινης κοινωνίας που πήρε την κοινωνία από το στάδιο της τύχης, για να την οδηγήσει στη συνέχεια, βήμα το βήμα, στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και στην εκμετάλλευση αυτής της αναγκαιότητας για το καλό της ίδιας της κοινωνίας.
Αν και η γνώση της φύσης στην εποχή μας είναι τέτοια, που όλα τα φαινόμενα φωνάζουν πως ο κόσμος είναι ενιαίος κι η ενότητα αυτή βασίζεται στην υλικότητά του, οι νεοθετικιστικές αντιλήψεις που κυριαρχούν σ’ αυτόν τον τομέα- και διδάσκονται σήμερα επίσημα στο σχολείο και στο μάθημα της φιλοσοφίας- αρνούμενες τη δυνατότητα φιλοσοφικής επιστημονικής θεώρησης του κόσμου, αναστέλλουν τη δημιουργικότητα του ανθρώπου και τον αγώνα του να γνωσρίσει τον κόσμο , για να βελτιώσει ουσιαστικά το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Τα μαθήματα των Φυσικών Επιστημών τα Φυσιογνωστικά, η Φυσική, η Χημεία, αποτελούν επομένως καθοριστικό σημείο στη διαδικασία της σχολικής διαπαιδαγώγησης. Οι μαθητές που τελειώνουν το σχολείο, πρέπει να κατανοούν τα ακόλουθα:
(1) Να κατανοούν τη δομή της ύλης
(2) Τις μεταβολές που υφίσταται αυτή η δομή, τους τρόπους δηλαδή που “οργανώνεται” η ύλη, τις μεταβολές τής οργάνωσης και τα αποτελέσματά τους.
(3) Τους τρόπους “έκφρασης” της ύλης, την κίνηση δηλαδή με τη φιλοσοφική- διαλεκτική έννοια της μεταβολής, της εξέλιξης.
(4) Τις μορφές της κίνησης της ύλης. Υλη ακίνητη δεν υπάρχει. Κι αυτό είναι μια γνώση βασική που δεν ισχύει μόνο για τις φυσικές επιστήμες.
(5) Την αδράνεια, που είναι μια ακόμη βασική έννοια της ύλης
(6) Την ενέργεια και τις μορφές της. Τη μετατροπή της ενέργειας από μια μορφή σε άλλη.
(7) Τις αλληλεπιδράσεις και τα πεδία.
(8) Τους τρόπους “εκμετάλλευσης” της φύσης από τον άνθρωπο
για όφελός του, τις εφαρμογές των φυσικών επιστημών στην παραγωγή.
(9) Το περιβάλλον. Και, τέλος,
(10) τη φιλοσοφία που βρίσκεται πίσω από τη γνώση.
΄Οσα εκτέθηκαν πιο πάνω συνεπάγονται από τη μια, γνώση και κατανόηση ότι και ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της φύσης, βιώνει και δρα ως μονάδα της, βρίσκεται σε μια αδιάκοπη επικοινωνία μαζί της και η λειτουργία της που προκαλεί την αντίδρασή του, εκφράζει αυτή την αλληλεπίδραση των πεδίων αλλά και εκφράζεται με την ανάπτυξη του τεχνικού και του πνευματικού πολιτισμού-ανάπτυξη που θεμελιακή της έκφραση είναι η οικονομία, που στέκεται βάση της κοινωνικής ζωής. Και από την άλλη, γνώση και κατανόηση ότι ο άνθρωπος, μελετώντας τις φυσικές επιστήμες, μπορεί με μια “παράλληλη μετατόπιση” (κι όχι με μηχανιστική μεταφορά) ν’ αναπτύξει τεχνικές που θα του δίνουν τη δυνατότητα ν’ αντιμετωπίζει τα κοινωνικά προβλήματα και σε τελευταία ανάλυση ν’ αλλάξει τον κόσμο.
ΓΝΩΣΗ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν. Οι επιστήμες που εξετάζουν τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία ονομάζονται κοινωνικές επιστήμες. Γενικότερα όμως στο σχολείο, κοινωνική διάσταση έχει η διδασκαλία όλων των μαθημάτων.
Σκοπός του σχολείου πρέπει να είναι, ανάμεσα στα άλλα, να κατανοήσουν οι μαθητές την κοινωνική εξέλιξη, την ιστορική διαμόρφωση των κοινωνικών θεσμών, το συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο του πολιτισμού. Ιδιαίτερα, να εδραιώνεται η επίγνωση ότι ο άνθρωπος γίνεται συνειδητό υποκείμενο της ιστορίας και του πολιτισμού, όταν εξοπλίζεται με τους νόμους της ιστορίας-ότι ακριβώς η ανακάλυψη αυτών των νόμων δεν παραμερίζει τον ανθρώπινο παράγοντα αλλά αντίθετα δημιουργεί έδαφος για λογική δράση του ανθρώπου, για να μην είναι έρμαιο της τύχης και των κάθε φορά ισχυρών. Αυτά όμως, όχι με αφηρημένη διδασκαλία αλλά κυρίως μέσα από τη γνώση συγκεκριμένων καταστάσεων, την επαφή με τα επιτεύγματα του ελληνικού και παγκόσμιου πολιτισμού στην εξέλιξή του, την έμπρακτη δοκιμή του μαθητή να τοποθετηθεί μέσα στην κοινωνία.
Βέβαια στις κοινωνικές επιστήμες η ταξικότητα της τοποθέτησης του σχολείου είναι απροκάλυπτη. Γι’ αυτό και όταν αυτονομάζονται “ανθρωπιστικές”, πρέπει να εξετάσουμε το περιεχόμενό τους. H αστική διανόηση και ηγεσία κόπτονται για τον ανθρωπισμό και σε άπειρους τόνους μας βομβαρδίζουν με το “ανθρωπιστικό ιδεώδες” το οποίο τάχα υπερασπίζονται. Είναι ένας ανθρωπισμός σκέτη κοροϊδία. Γιατί ο ανθρωπισμός δεν συμπορεύεται με την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, με το ρατσισμό και με διακρίσεις όλων των ειδών, με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, φανερούς και κρυφούς, όποιο μανδύα “ανθρωπιστικής βοήθειας” κι αν ντύνονται. Αυτός ο ανθρωπισμός δεν μπορεί να σκεπάσει τη γύμνια του, την ανεργία, την αθλιότητα της καθημερινής ζωής, τον υποσιτισμό, την αμάθεια, το εμπόριο του σεξ και των τοξικών ουσιών, που αποτελούν κραυγαλέες αποδείξεις κοινωνικής παθογένειας. Μπροστά σ’ αυτά άλλοι κλείνουν τα μάτια με ανεκδιήγητη υποκρισία κι άλλοι τα προσπερνούν από πνευματική ραστώνη και διάβρωση της συνείδησης, καθώς κυριαρχεί μέσα τους ο ατομικισμός, αν και ξέρουν πως πίσω απ’ όλα αυτά τα φαινόμενα βρίσκεται το συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που περιορίζουν τον ανθρωπισμό στα καλά γράμματα, αυτά που λέμε κλασικά, είτε στην Ελλάδα είτε στον κόσμο ολόκληρο. Αυτοί ζουν στο δικό τους κόσμο, μουσείο βαλσαμωμένων ιδεών. Εξωραϊσανε τους αρχαίους συγγραφείς και τον αρχαίο πολιτισμό, αλλά και τους κλασικούς όλου του κόσμου. Αποκρύβουν ότι η κοινωνία έχει ζωή, είναι κίνηση, και μέσα στην κοινωνία πρέπει να αναζητηθεί η δύναμη που κατευθύνει την πορεία των πραγμάτων. Δεν υπάρχει τέλεια πολιτεία και κοινωνία. Η αξία της κάθε κοινωνίας είναι σχετική, καθώς τα κοινωνικά φαινόμενα, κρίνονται για την εποχή τους και ούτε και έχουν την ίδιαν αξία για όλους.
Πυρήνας του ψευτο-ανθρωπισμού είναι ο αφηρημένος άνθρωπος κι η επίκληση στα ατομικά δικαιώματα, που είναι το πρόσχημα για την ανάπτυξη της ελευθερίας του δυνατού, ο οποίος μπορεί να διαπράξει τα όποια αδικήματα σε βάρος της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου. Είναι κάτι που το βλέπουμε σήμερα να συμβαίνει στην αρένα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, στις οποίες η ανατροπή του σοσιαλισμού στο όνομα των ατομικών ελευθεριών ήταν το σύνθημα για την επέλαση των πιο σκοτεινών δυνάμεων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η υπερτροφία της ατομικότητας και η προβολή του ατομικισμού γίνεται για να καλύψει και να δικαιολογήσει την κοινωνική καταπίεση κι εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, από τότε που η κοινωνία χωρίστηκε σε τάξεις. Όμως, ο άνθρωπος είναι οργανικό μέρος της φύσης και της κοινωνίας και, κατά συνέπεια, καθοριστικό στοιχείο προσδιορισμού της ατομικότητάς του είναι η τοποθέτησή του μέσα στον κόσμο.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα για τη διδασκαλία μέσα από το σχολείο των κοινωνικών φαινομένων.
Συνειδητά θα πρέπει να
κρατήσουμε τις αποστάσεις ανάμεσα στη γλώσσα και
στο πολιτισμικό φαινόμενο. Η γλώσσα είναι το
εργαλείο επεξεργασίας και έκφρασης του
πολιτισμικού φαινομένου, μετέχει δηλαδή στη
διαμόρφωσή του. Είναι όμως πια ξεκαθαρισμένο πως
αυτά δεν ταυτίζονται. Πίσω από τα κείμενα αλλά
και από τα υπόλοιπα μνημεία, που δεν είναι γραπτά
αλλά εικαστικά και αρχιτεκτονικά, κινείται μια
συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων με τις ηθικές και
κοινωνικές της αξίες, τον τρόπο της ζωής και της
παραγωγής της. Πέρα λοιπόν από τις γραμμές του
κειμένου και μέσα από τα πράγματα πρέπει εμείς ν΄
αναζητήσουμε τις σχέσεις των ανθρώπων και το
χαρακτήρα της κοινωνίας που μελετάμε. Εδώ να
ξεκαθαρίσουμε ότι θεωρούμε απαραίτητη τη μελέτη
της κλασικής μας φιλολογίας στην εκπαίδευση,
γιατί αυτή αποτελεί κομμάτι του πολιτιστικού
φαινομένου, της ιστορικότητάς του. Μόνο που η
μελέτη αυτή, σ’ αυτό το βασικό επίπεδο της
εκπαίδευσης, θα γίνει από μετάφραση και θεωρούμε
πως δεν είναι απαραίτητο να μελετάμε τους
αρχαίους από το πρωτότυπο. (Σε μεγαλύτερο ασφαλώς
βαθμό αυτά ισχύουν για την εκμάθηση της
λατινικής γλώσσας.) Έτσι θα δοθεί η δυνατότητα
καλύτερης προσέγγισης της αρχαίας γραμματείας
και ποσοτικά και ποιοτικά, τα όποια δε κενά θα
δημιουργήσει η απουσία της διδασκαλίας της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι δυνατό να
καλυφθούν με την πληρέστερη διδασκαλία της νέας
ελληνικής και ειδικά με την αναγωγή στις ρίζες
των λέξεων. Αυτονόητο είναι ότι ο πολιτισμός
είναι κάτι πολύ πλατύτερο από τα λογοτεχνικά του
φανερώματα (πεζό λογοτεχνικό κείμενο, ποίηση,
θέατρο). Περιλαμβάνει και τις επιστήμες, και
γενικότερα τις κοινωνικές δραστηριότητες και
σχέσεις. Επίσης, διαμορφώνεται μέσα σε μια
πορεία. Άρα, δεν μπορούμε να καλύπτουμε την
εκπαιδευτική μας δραστηριότητα με πληροφόρηση
από τα δύο άκρα, από την αρχαιότητα δηλαδή και από
τα νεότερα χρόνια.
Η κοινωνιολογική
θεώρηση και ερμηνεία του πολιτισμικού
φαινομένου αποτελεί βασική προϋπόθεση για
δυναμική και δημιουργική μελέτη του, είτε αυτό
είναι ερμηνεία κειμένων, είτε Ιστορία ή ακόμα
Φιλοσοφία. Η “Εισαγωγή στη Φιλοσοφία”, η
“Ηθική” (=Βιοθεωρία), η “Ψυχολογία”, η “Λογική”
αναφέρονται με τον τρόπο τους στην κοινωνική ζωή
του ανθρώπου και ως τέτοια πρέπει να
αντιμετωπιστούν. και να οριοθετηθούν με βάση τα
περιστατικά και τις συνθήκες της ζωής του. Δεν
υπάρχει “κοινωνικό φαινόμενο αυτό καθ’ εαυτό”,
έξω από τόπο και χρόνο. Σήμερα τα μαθήματα της
Ιστορίας, της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας
αποτελούν περιλήψεις των ειδικών επιστημονικών
εγχειριδίων. Πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα και
καταστάσεις συνωθούνται, διεκδικώντας μια θέση
στη σειρά σχετικών και άσχετων πληροφοριών
(σωστή καρναβαλική παρέλαση). Και είναι
δικαιολογημένη η αδυναμία του μαθητή να
οργανώσει και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να μπορέσει να
διατηρήσει το σύνολο των ιδεών που του επιβάλλει
το σχολείο, γιατί τάχα αυτά απαιτεί η ζωή. Όλα
αυτά, για να γίνουν στοιχεία δημιουργικής
πληροφόρησης και βάση δημιουργικής σκέψης, έχουν
ανάγκη από μια σύνδεση που να τους δίνει νόημα. Το
ότι η Ιστοριογραφία γεννήθηκε με τη μορφή της
γεωγραφικής περιγραφής δεν είναι τυχαίο.
Ανταποκρινόταν στη μεγάλη εξόρμηση των
αποικιακών εξαπλώσεων και ήταν απότοκός τους. Κι
η εξέλιξη της Φιλοσοφίας έχει καθαρά κοινωνικά
αίτια. Και για να μην απαριθμήσουμε ανάλογα
φαινόμενα κατοπινών και νεότερων εποχών,
κλείνουμε με τη γενική διαπίστωση ότι πίσω απ’
όλα τα φαινόμενα του ψυχισμού του ανθρώπου
υπάρχει η ανθρώπινη κοινωνία. Κι αυτή ακόμα η
φύση και η φυσική πραγματικότητα έχει το
παρελθόν της αλλά και το μέλλον της και, η γνώση
της εξαρτάται από το επίπεδο της κοινωνικής ζωής
και την ιστορία της. Βέβαια, στο σχολείο και οι
κοινωνικές επιστήμες η Ιστορία, η Κοινωνιολογία,
η Ψυχολογία, η Γνωσιοθεωρία, η Αισθητική και
γενικότερα η Φιλοσοφία, θα βρουν την έκθεσή τους.
Βασική μέριμνα είναι να περάσουν όλα αυτά μέσα
στο μάθημα όχι ως στοιχεία ενός εγχειριδίου, αλλά
ως στοιχεία που πλαταίνουν και θα βαθαίνουν το
περιεχόμενο του μαθήματος. Στην αντίθετη λογική
κινείται η σημερινή εκπαίδευση. Η αποσπασματική
θεώρηση των κοινωνικών φαινομένων βοηθά την
αναγωγή όλων των προβλημάτων στη σφαίρα της
ατομικής συνυπευθυνότητας και στον περιορισμό
της αναζήτησης λύσεων στο πλαίσιο της σημερινού
κοινωνικοοικονομικού συστήματος, είναι αφετηρία
για τον ιδεολογικό έλεγχο των συνειδήσεων κι
αποτελεί το πρόσφορο έδαφος για την ανοιχτή
διδασκαλία της κυρίαρχης πολιτικής μέσα στο
σχολείο, όπως επιχειρείται με τα “νέα” βιβλία.
Γ.2.Η αισθητική αγωγή
Ένα μεγάλο πρόβλημα είναι σήμερα η αισθητική αγωγή στο σχολείο. Από μια πλευρά εξαιτίας της σημασίας της στην ψυχική καλλιέργεια και αρμονική ανάπτυξη του νέου ανθρώπου. Από την άλλη, εξαιτίας της απαράδεκτης υστέρησής της στο σημερινό σχολείο.
Ξεκινάμε από το ότι η αίσθηση του ωραίου διαμορφώνεται ζώντας σε ανάλογο περιβάλλον. Από τη μια, οι υλικές συνθήκες της ζωής της εργατικής τάξης (η κατοικία τους , ο χώρος δουλειάς, οι λειψές οικονομικές δυνατότητες κλπ) κι από την άλλη η σκόπιμη διαφθορά του πολιτισμού μας, παραμορφώνουν το αισθητικό κριτήριο. Επιπλέον η αισθητική αγωγή των παιδιών των εργαζομένων είναι πολύ υποβαθμισμένη. Αφετηρία μας είναι επομένως ορισμένες γενικότερες αρχές. Ο πολιτισμός πρέπει να είναι χτήμα του λαού. Να πάψει το αισθητικό κριτήριο του λαού μας και η αισθητική αγωγή στην εκπαίδευση να διαμορφώνονται από τους μεγαλεμπόρους, μεγαλεφοπλιστές και μεγαλοβιομήχανους, την ολιγαρχία του πλούτου, που με τα μέσα και τα προγράμματά τους προσπαθούν να ελέγξουν τα γούστα μας και να ρυθμίζουν τη ζωή μας.
Σκοπός της αισθητικής αγωγής στο σχολείο είναι, μέσα από την ενασχόληση με το καλλιτεχνικό έργο και τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική δραστηριότητα, η ευρύτερη επίδραση στον ανθρώπινο ψυχισμό. Η γενικότερη συμβολή του σχολείου στη διαμόρφωση αισθητικού κριτηρίου και διάθεσης για δημιουργία.
Επομένως, η αισθητική αγωγή δεν ταυτίζεται με την “καλλιτεχνική παιδεία”, δεν περιορίζεται στη διδασκαλία ορισμένων καλλιτεχνικών μαθημάτων αλλά διαπερνά όλη τη λειτουργία και το περιεχόμενο του σχολείου. Αυτό δε σημαίνει περιορισμό των ελάχιστων σήμερα καλλιτεχνικών μαθημάτων και δραστηριοτήτων, αντίθετα. Με τη διδασκαλία, την παρακολούθηση αλλά και τη δημιουργία περισσότερων καλλιτεχνικών μορφών έκφρασης (θέατρο, χορός, τραγούδι, κινηματογράφος, φωτογραφία, ζωγραφική, γλυπτική κλπ) οι μαθητές θα αναπτύσσουν αρμονικά τις ικανότητές τους, ιδιαίτερα τη φαντασία, και θα διαμορφώνουν τα ταλέντα τους. Η μελέτη της λογοτεχνίας εντάσσεται σ’ αυτήν την κατηγορία ενασχόλησης, πρέπει να ενισχυθεί , να βρει δημιουργικές μορφές διδασκαλίας.
Το σχολείο πρέπει να μάθει τα παιδιά να αναγνωρίζουν το ωραίο στη φύση και την κοινωνία, φέρνοντάς τα σε επαφή με του θησαυρούς της παγκόσμιας τέχνης και τις πλούσιες πολιτιστικές παραδόσεις του λαού μας. Παράλληλα θα αναπτύξει στους μαθητές τη διάθεση να διαμορφώνουν το περιβάλλον και τη ζωή τους, ώστε να νιώθουν το αίσθημα του ωραίου. Γιατί η αισθητική αγωγή βοηθά τόσο την ανάπτυξη κριτικής σκέψης όσο και του συναισθηματικού κόσμου.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να κάνουμε τους νέους ανθρώπους να συγκινούνται με το πραγματικά ωραίο, να το κρίνουν σωστά και στο δυνατό βαθμό να γίνονται κι αυτά τα ίδια δημιουργοί, καλλιτέχνες. Η ζωντανή παρακολούθηση καλλιτεχνικών παραστάσεων, η προβολή της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ίδιου του σχολείου, η διοργάνωση κι η συμμετοχή σε διαγωνισμούς κι εκθέσεις ατομικής και συλλογικής προσπάθειας συντελεί στη διαμόρφωση του κοινωνικού πλαισίου που δίνει κίνητρα σε όλους τους μαθητές να αναπτυχθούν χωρίς υπερβολές. Η αισθητική αγωγή γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πεδίο ουσιαστικής επικοινωνίας του σχολείου με την ευρύτερη κοινωνία.
Γ.3. Η φυσική αγωγή
Η φυσική αγωγή αντιμετωπίζεται στο σχολικό πρόγραμμα ως γνωστικό αντικείμενο, ενώ είναι μια πολύ σύνθετη και σημαντική δραστηριότητα, που μπορεί ν’ αναπτυχτεί και να λειτουργήσει δημιουργικά στο χώρο του σχολείου. Δεν καλλιεργεί απλά κάποιες αρετές του σώματος, αλλά συμβάλλει, όταν ασκείται σωστά, στην εξασφάλιση της υγείας, στη βελτίωση της βιολογικής υποδομής του ανθρώπου. Γιατί ο άνθρωπος είναι πλάσμα της φύσης και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Θα ήταν όμως πολύ λίγο αν την αγωγή αυτή την ονομάζαμε σωματική, εφόσον καλλιεργεί πέρα από τις αρετές του σώματος και τις ψυχικές που είναι ουσιαστικά κοινωνικές, αφού προϋποθέτει την άμιλλα και ασκείται κάτω από ορισμένους κανόνες. Έτσι το μάθημα έχει καθοριστική σημασία , σημασία υποδομής για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Σκοπός του η υγεία, η φυσική διάπλαση και ικανότητα όλων των μαθητών καθώς και η ανάπτυξη ψυχικών αρετών.
Είναι “δράμα ψυχής” η περιπέτεια του μαθήματος αυτού στη νεοελληνική εκπαίδευση. Ξεκίνησε ως “γυμναστική” αντανακλώντας τις εθνικιστικές αντιλήψεις του νεότερου κράτους, αφού ήταν μια μορφή στρατιωτικής αγωγής, προετοιμασία για πολέμους που την εποχή εκείνη ήταν στοιχείο πρώτης προτεραιότητας για την αποκατάσταση των “εθνικών μας δικαίων”. Γι’ αυτό ιδιαίτερο ήταν το ενδιαφέρον για τη γυμναστική των αγοριών. Ετσι κυριάρχησαν οι στρατιωτικοί σχηματισμοί, οι παρατάξεις και οι αρρενωπές παρελάσεις. Μετά άρχισε μια στοιχειώδης καλλιέργεια του σώματος με τη “σουηδική γυμναστική”, ολότελα διαφορετική από τις ελληνικές αθλητικές παραδόσεις, ενώ παράλληλα προστέθηκε το φολκλορικό στοιχείο με τους χορούς κτλ. Σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου οργανώνεται συστηματικά ο αθλητισμός, με τη συστηματοποίηση των αθλημάτων σε κατηγορίες ιστορικές ή ανάλογα με το περιεχόμενο του κάθε αθλήματος, μπαίνουν τα ομαδικά αγωνίσματα, παράλληλα δε αναπτύσσεται ο φιλαθλητισμός και το αθλητικό θέαμα. Τα πράγματα όμως δεν προχωρήσανε ομαλά.
Το μάθημα κατατάχτηκε στη σειρά των μαθημάτων γνωστικού περιεχομένου και, επειδή δεν έμοιαζε με τα άλλα, μπήκε στο τέλος της λίστας και μάλιστα χαρακτηρίστηκε “πρακτικό” και φυσικά “δευτερεύον” (μη υπάρχοντος τριτεύοντος ). Γι’ αυτό στερήθηκε από το τεκμήριο του μαθήματος αξίας , δηλαδή από τις γραπτές εξετάσεις. (Μ’ αυτό δεν προτείνουμε να καθιερωθούν γραπτές εξετάσεις και στη Φυσική Αγωγή. Ελεος!) Κι έτσι περιέπεσε σε ανυποληψία. Μετά, θεωρήθηκε πως δεν απαιτούνταν πανεπιστημιακή μόρφωση, αφού ο ρόλος του γυμναστή ήταν κάτι σαν ρόλος επιλοχία στο λόχο και κάποιες γυμναστικές ακαδημίες προμήθευαν κάποιους πρακτικούς, για να κάνουν το μάθημα της “γυμναστικής” και να οργανώνουν παρελάσεις και επιδείξεις. Μόλις στην τελευταία περίοδο πανεπιστημιακά τμήματα άρχισαν να εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς για το μάθημα της Φυσικής Αγωγής. Και απ’ αυτή την πλευρά η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Μόνο που το μάθημα, από μιαν άλλη πλευρά, είναι σφηνωμένο χρονικά μέσα στο πρόγραμμα των γνωστικών μαθημάτων, σαν διακοπή της κανονικής ροή του σχολείου και τελικά δεν εξασφαλίζεται η ολοκλήρωση του έργου του.
Για να πετύχει το σκοπό του το μάθημα της Φυσικής Αγωγής πρέπει να αλλάξουν πολλά. Το πρόγραμμα του μαθήματος πρέπει να καλύπτει όλο το φάσμα της σωματικής και της ψυχικής υγείας για να δημιουργεί, στο μέτρο που έξαρτάται απ’ αυτό, σωματικά και κοινωνικά δραστήρια και δημιουργικά άτομα, και η υποδομή του πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας τέτοιας αγωγής. Χρήσιμες γνώσεις για την υγεία, τη σωστή διατροφή, τις πρώτες βοήθειες κι ακόμα η διδασκαλία της ιστορίας του αθλητισμού, των ολυμπιακών αγώνων, μαζί και οι βασικές αρχές της τεχνικής και οι κανονισμοί των κύριων αθλημάτων θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στο θεωρητικό μέρος του μαθήματος. Το πρακτικό μέρος της Φυσικής Αγωγής θα περιλάμβανε κι ιατρικές εξετάσεις των μαθητών στις αρχές και το τέλος της σχολικής χρονιάς, ενώ ο κατεξοχήν αθλητισμός θα μπορούσε να μεταφερθεί σε πρόγραμμα απογευματινό. Έτσι θα υπήρχε η δυνατότητα να αναπτυχτεί η δραστηριότητα σε χρόνο, περιεχόμενο και διάθεση και από την πλευρά της υγείας θα βοηθούσε τον κουρασμένο ψυχικά και σωματικό οργανισμό ν’ αποτινάξει τον κάματο.